Τευχος 11ο, Ανοιξη 2010

Άννα Κυριακάκη
Ένα παλιό μαξιλαράκι
Καθόμουνα στο χαλί δίπλα στην φορητή σόμπα πετρελαίου που κοίταζα συνέχεια μη σβήσει (κρατούσα το μπετόνι νοερά στο μυαλό μου) κρατούσα το χέρι του παιδιού μου και το παρατηρούσα πώς κοιμάται, πώς αναπνέει να το σκεπάσω μη κρυώσει. Τα μάτια μου γύριζαν γύρω γύρω στο δωμάτιο σαν κάτι να έψαχνα και γω δεν ξέρω τι, άκουγα το ρολόι τικ-τακ τικ-τακ μου κρατούσε συντροφιά. Σηκώθηκα σιγά σιγά για να μην ξυπνήσω τα άλλα μου παιδιά και βιαστικά πήρα ένα παλιό μαξιλαράκι της καρέκλας, το έβαλα στο κεφάλι μου και προσπάθησα λίγο να ξαπλώσω αλλά πάντα να κρατάω το χέρι του παιδιού και αυτό ένιωθε σιγουριά και εγώ ότι είναι καλά. Διψούσα αλλά έκανα υπομονή, στις 5 πμ θα έκανα μια ένεση του μικρού για τον πόνο, θα τον σκέπαζα και θα έφευγα για το Ψυχιατρείο. Ανακουφίστηκα πολύ, είχε ήσυχη νύχτα, εγώ πάλι αγωνιούσα, δόξασα το Θεό που μας καλοξημέρωσε, έφτιαξα λίγο καφέ στο πλαστικό ποτηράκι και κουκουλωμένη βγήκα από το σπίτι και άρχισα να τρέχω να προλάβω. Ξέρετε.


Μαρία Οικονόμου
Καζίνο

Λένε πως όλα είναι μελετημένα στα μηχανήματα ενός Καζίνο. Τα γνωστά φρουτάκια ή κουλοχέρηδες. Πως όλα είναι προμελετημένα απο τον κατασκευατή. Κάποιοι λένε πως υπάρχει ένας κρυφός μετρητής που όταν φτάσει σε κάποιο συγκεκριμένο σημείο, τότε το μηχάνημα δίνει πολλά χρήματα. Ως τότε απλά «τρώει». Άλλοι πάλι λένε πως όλα αυτά δεν ισχύουν και πως είναι θέμα τύχης του καθενός. Η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση.
Μα σίγουρα είναι μελετημένα και μάλιστα πολύ καλά, άλλα πράγματα. Όπως τα χρώματα και οι ήχοι που το κάθε μηχάνημα έχει. Τα κοινά φρουτάκια με τις τρεις μπάρες που γυρνάνε κάνουν συγκεκριμένο ήχο. Μελέτες λένε πως αυτός ο ήχος λειτουγεί κάπως διεγερτικά στο εθισμένο μυαλό του παίκτη, κάνοντας να θέλει να συνεχίσει το παιχνίδι. Αυτός είναι ο ήχος που τον εθίζει στα τυχερά παιχνίδια. Λένε..
Οι γνώστες των Καζίνο γνωρίζουν πως ο δημιουργός των τυχερών αυτών ηλεκτρονικών παιχνιδιών, ένας Κινέζος, αυτοκτόνησε μόλις συνειδητοποίησε τι μέγεθος καταστροφής έφερε σε αρκετούς. Άλλοι λένε πως αυτοκτόνησε γιατι ο ίδιος εθίστηκε και έχασε όλη την περιουσία του. Λένε..
Ο παίκτης μπαίνει μέσα στο χώρο του Καζίνο πατώντας το ξύλινο παρκέ πρώτα με το δεξί του πόδι και έπειτα με το αριστερό. Κοντοστέκεται για λίγα δευτερόλεπτα και ρίχνει μια ματιά σε όλα τα μηχανήματα. Ένα γρήγορο σκανάρισμα. Να δει ποιός είναι μέσα, σε ποιά παιχνίδια παίζουν, ποιός tαμίας έχει βάρδια. Όλα παίζουν καθοριστικό ρόλο. Έχει απο πριν επιλέξει σε ποιο παιχνίδι θα κερδίσει. Από την ώρα που φόρτωσε τη νταλίκα του στο γκαράζ του πλοίου, περιμένει με αγωνία την αναχώρηση και το πρώτο μισάωρο να περάσει, ώστε να ξεκινήσει η λειτουργία του Καζίνο. Ήθελε να είναι ο πρώτος που θα έμπαινε μέσα. Την προηγούμενη Δευτέρα ένας άλλος παίκτης έχασε αρκετά χρήματα στο μηχάνημα 4. Το νέο θα μπορούσε να είχε κυκλοφορήσει σε πολλούς, οπότε δεν μπορούσε να ρισκάρει να προλάβει άλλος τη θέση.
Στάθηκε τυχερός και το μηχάνημα ήταν ελεύθερο. Προχώρησε με γρήγορα βήματα κάνοντας τα τακούνια από τις μπότες του, καουμπόικου τύπου, να ηχήσουν έντονα στο παρκέ. Έβγαλε τα τσιγάρα από την μπροστινή αριστερή τσέπη του παντελονιού του, έβαλε ένα στο στόμα, το άναψε, ενώ το δεξί πόδι είχε σχεδόν καθίσει στην καρέκλα. Κοίταξε για άλλη μια φορά προς το γκισέ, για να σιγουρευτεί για τον ταμία που βρισκόταν μέσα. Να τον ζυγίσει. Φαινόταν τυχερός ή θα έχανε πολλά χρήματα εξαιτίας του; Φάνηκε αδιάφορος ως προς την ικανοποίηση του και ζήτησε με ένα νεύμα του κεφαλιού του ένα τασάκι.
Ανασηκώθηκε λίγα εκατοστά, ίσα για να μπορέσει να βγάλει το μαύρο πορτοφόλι του από τη δεξιά κωλότσεπη. Το άνοιξε και έβγαλε το πρώτο χαρτονόμισμα των πεντακοσίων ευρώ. Ήταν αποφασισμένος πως θα έπαιζε με μεγάλα νούμερα αν ήθελε να κερδίσει. Ο άνθρωπος που του είπε πως είχε παίξει την προηγούμενη Δευτέρα αρκετά χρήματα φαινόταν έμπιστος. Κοίταξε το μηχάνημα ευθεία. Αν είχε μάτια θα το κάρφωνε μέσα σε αυτά. Και ήταν σαν τότε να ξεκίνησε ένας σιωπηλός διάλογος μεταξύ τους. Κάτι που οι υπόλοιποι δεν μπορούν να καταλάβουν. Είναι κάτι ανάμεσα στους παίκτες και τα μηχανήμτα.
Ο παίκτης είπε στο μηχάνημα:
«Θα σου δώσω πεντακόσια ευρώ για αρχή. Τί μπορείς να μου δώσεις σε αντάλλαγμα;»
Το μηχάνημα με το νούμερο 4 ρίγησε και έβγαλε ήχους που μοιάζαν με μουσική.
«Ξεκίνα», του είπε.
Ο παίκτης όλη αυτή τη στιγμή δεν είχε πάρει το βλέμμα του από το ταμπλό.
Ίσιωσε τις γωνίες του χαρτονομίσματος και το τοποθέτησε στην υποδοχή, με την κεφαλή προς τα πάνω. Το μηχάνημα το καταβρόχθισε και σε αντάλλαγμα άναψε όλα τα λαμπάκια του, υπολόγισε τα χρήματα σε μονάδες και σήμανε την αρχή του αγώνα με τον ήχο μιας καμπάνας.
Η επιλογή της τιμής του στοιχήματος έγινε. Και μετά όλα μοιάζαν με αγώνα μποξ. Ο παίκτης χτυπούσε τα κουμπιά αλλάζοντας την τιμή και στοιχηματίζοντας. Το μηχάνημα με το νούμερο 4 γυρνούσε τις ροδέλες του έχοντας ένα στραβό ειρωνικό χαμόγελο κάθε φορά. Τα φρούτα γυρνούσαν γρήγορα και άλλες φορές σταματούσαν πάνω στη γραμμή, άλλες φορές λίγο πιο πάνω ή πιο κάτω, και άλλες φορές σε συνδιασμούς που κέρδιζαν λίγους πόντους. Πάντα όμως με τρόπο που κρατούσαν τον παίκτη σε εγρήγορση. ‘Ηταν η στιγμή που ο άνθρωπος έγινε παιχνίδι και το μηχάνημα έγινε ο κυρίαρχός του. Μια σταγόνα ιδρώτα κύλησε στον δεξιό του κρόταφο. Είχαν περάσει τρεις ώρες και το πορτοφόλι είχε αδειάσει αρκετά.
Κοίταξε προς το γκισέ του ταμείου. Είχε αλλάξει η βάρδια αλλά δεν το είχε καν καταλάβει. Ζήτησε να του παραγγείλουν έναν καφέ, ένα μπουκάλι νερό και ένα πακέτο τσιγάρα. Ο σερβιτόρος του Μπαρ τα έφερε μετά από 4,5 λεπτά.
Το μηχάνημα γέλασε με την παραγγελεία του. Εκείνο δε χρειαζόταν καμία δόση καφεΐνης ή νικοτίνης για να αντέξει. Ούτε καν νερό.
«Λοιπόν;», λέει αφού ο αντίπαλος είχε μόλις σβήσει το σπίρτο με το οποίο άναψε το πρώτο τσιγάρο του νέου πακέτου. «Τόσο αντέχεις;», του ξεστόμισε με θράσσος.
Τα μάτια του παίκτη είχαν κιόλας κοκκινήσει από την αϋπνία. Φύσηξε τον καπνό με βία πάνω στο ταμπλό με τις μπάρες. «Ε, δε βοηθάς κι εσύ καθόλου. Δε βλέπω να γίνεται παιχνίδι. Τόσες ώρες είμαι εδώ και μου έχεις φάει 9 πεντακοσάευρα».
«Ο δυνατότερος ας νικήσει» ήταν η τελευταία κουβέντα που σήμανε την έναρξη του επόμενου γύρου, ο οποίος θα κράταγε μέχρι την ανακοίνωση του μισάωρου πριν το λιμάνι της Πάτρας. Το Καζίνο τότε θα έπρεπε να κλείσει.
Μια τυχερή στιγμή, μια απροσεξία του μηχανήματος, ή μια πολύ καλά κρυμμένη στρατηγική του κίνηση, έδωσε μια ανάσα στον παίκτη. Οι μπάρες σταμάτησαν σε ένα δυνατό συνδιασμό. Οι μονάδες άρχισαν να προστίθενται στο λογαριασμό με έναν χαρακτηριστικό ήχο. Χαρούμενο αλλά μονότονο. Όλοι οι εθιστικοί ήχοι έχουν κάτι το μονότονο. Τρεις χιλιάδες και εννιακόσια ευρώ έγιναν δικά του μόλις πάτησε το κουμπί Cash Out. Ο ταμίας τον πλήρωσε και η επιλογή ήταν και πάλι στα χέρια του. Είχε χάσει πολλά χρήματα, πήρε κάποια πίσω, αλλά όχι όσα έχασε, συν το ότι ο γνωστός του είχε παίξει μια μικρή περιουσία στο περασμένο ταξίδι, οπότε δε γινόταν διαφορετικά. Το μηχάνημα έπρεπε να δώσει κι άλλα.
«Αν είσαι έξυπνος, θα τα πάρεις και θα φύγεις», είπε το μηχάνημα σε μια ένδειξη καλοσύνης και αναγνώρισης του αντιπάλου. Του το όφειλε άλλωστε. Πάλευαν εννέα ώρες.
«Και από πότε εσύ δίνεις συμβουλές υπέρ μου; Μπλοφάρεις. Αυτό κάνεις. Σε έχω φτάσει στο σημείο που θα τα βγάλεις όλα και φοβάσαι. Όλα. Και αυτά που πήρες από εμένα και όσα στο προηγούμενο ταξίδι. Αυτό λέγεται φόβος φίλε μου. Αλλά δε θα ψαρώσω. Θα σε γονατίσω σήμερα».
Λένε πως είναι καλό να μην προκαλεί κανείς την τύχη του. Πως πρέπει να δέχεται τα όσα του δίνουν και να μην είναι άπληστος. Λένε πως πρέπει να είναι ευγενικός με την τύχη του γιατι μπορεί να θυμώσει. Λένε.
Η ανακοίνωση ακούστηκε από τα μεγάφωνα στις 4:30 το πρωί. «Σε μισή ώρα φτάνουμε στο Λιμάνι της Πάτρας. Παρακαλούμε, ελέγξτε την Καμπίνα σας για προσωπικά σας αντικείμενα και επιστρέψτε το κλειδί στη Ρεσεψιόν. Ευχαριστούμε». Και μετά στα Αγγλικά, Γερμανικά και Ιταλικά.
Σηκώθηκα με το ξεσκονόπανο στο χέρι. Προχώρησα προς το μηχάνημα με το νούμερο 4. Έπρεπε να το καθαρίσω. Το κοίταξα ευθεία. Προσπάθησα να βρω που θα ήταν τα μάτια του αν είχε. Ασυναίσθητα κοίταξα στο ύψος των δικών μου. Δεν είδα τίποτα και με το δεξί μου χέρι ξεκίνησα να γυαλίζω τη νικελένια επιφάνεια με τα πλαστικά κουμπιά. Ξαφνικά οι ροδέλες γύρισαν κάνοντας τον χαρακτηριστικό εθιστικό ήχο κάθε φορά που κάθε μία σταματούσε και με λίγες μουσικές νότες προστέθηκαν πέντε μονάδες στο λογαριασμό. Ο παίκτης είχε αφήσει λίγες μονάδες μέσα, προφανώς από λάθος. Ένιωσα το στομάχι μου να σφίγγεται. Μου άρεσε. Κοίταξα ξανά το μηχάνημα και το είδα να μου χαμογελάει με το γνωστό στραβό χαμόγελο. Το χέρι μου, σαν μαριονέτας που ορίζεται από αόρατα νήματα, πάτησε άλλη μια φορά το κουμπί. Άλλες τρεις μονάδες προστέθηκαν και τώρα στο χαμόγελο πρέπει να έλαμψε και μια υποψία δοντιών.
Πάτησα το κουμπί Cash Out, άφησα το πράσινο ξεσκονόπανο, κλείδωσα το Καζίνο και έφυγα τρομαγμένη.


Μάνος Μιχαηλίδης

Στη Λόλα
(Θεός σ’χωρέσ’την)




Η Λόλα ζούσε
στα μαύρα
Μόνη
«Τα παιδιά έχουν τις οικογένειές τους..»,
σκυφτή και σκεφτική
Κατέβασε
μια βιαστική γουλιά το πρώτο χάπι
σα να μην το ‘θελε.
Το γιαούρτι περίμενε παραπέρα
δυο φρυγανιές
σε κομοδίνο ξύλινο, παλιό και ασταθές, που ίσα ίσα
χώραγε τα φάρμακά της με κίνδυνο
πάντα να χυθεί το νερό
σα πονεμένα δάκρυα
στάλα
στάλα
στάλα
Είχαμε πάει
επισκέπτες με τη μάνα μου, θυμάμαι,
στης συνοικίας το τελευταίο σπίτι,
στην «αυλίτσα», έλεγε η μάνα μου.
«Θέλει παρέα».

Σε ένα ντιβάνι έμενε
το ζαρωμένο μέτωπό της
χαλί στον τοίχο
Δεν ξέρω
Δεν ξέρω
ένιωσα τόση μοναξιά και συμπάθεια για τον άνθρωπο
μικρό παιδί ακόμα ήμουν μικρό

Ανημπόρια
Μαραίνονταν
Θα 'ταν ωραία στα νιάτα της...

Την εγκατέλειψαν

Το σώμα μας θα έπρεπε να μπαίνει σε τροχιά όταν πεθαίνουμε
Μια σάρκινη ρουκέτα να ταξιδεύει στο διάστημα, ναι!
Μέχρι να ξαναγίνουμε! Ω, ναι!

Καζαμίας ανοιχτός
''Αυτή είναι η συντροφιά μου'', ψέλισε καθώς κοιτούσε κάτι εκεί μέσα
Αναρωτήθηκα αν έβλεπε καλά και
ευχήθηκα να μην προλάβω να γεράσω.


Μαριάννα Ρίζου
θα είσαι πάντα μαζί μου...
Στη σκέψη μου πάντα κοντά
στα δύσκολα, στα εύκολα εσύ
θα είσαι πάντα μαζί.
Ξέρω ότι ξέρεις. Νιώθω ότι νιώθεις.
Δεν θέλω να σ’ αφήσω και σ’ αφήνω
γιατί έτσι είναι,
έτσι θα είναι πάντα.
Αλλά είσαι μαζί μου
σου κρατάω το χέρι και δεν θέλω
να σου πω αντίο.
Λέω όχι ακόμα,
όχι από τώρα,
είναι νωρίς ακόμα,
μ’ έμαθες να είμαστε μαζί.
Αλλά εσύ έτρεξες όπως πάντα, όπως παλιά.
Τρέχω κι εγώ να σε προλάβω και μένω
με εκείνα τα φιλιά στο μπράτσο και στο κούτελο.
Σου φωνάζω κι εσύ κάνεις πως ακους.
Αλήθεια, τι φωνές ακούς;
Θα το μάθω κι αυτό όταν πρέπει.
Είσαι ακόμα μαζί μου.
Τώρα όμως για σένα πρέπουν άλλα.
Σου κρατάω το χέρι και σου λέω
με τη φωνή μου τρεμάμενη αντίο,
φοβάσαι όσο φοβάμαι,
αλλά όχι,
κανείς μας πια δεν φοβάται,
είμαστε ακόμα και τώρα μαζί.

Άγγελος Φέτσης
Ο τελευταίος άντρας

Τριγυρνούσα, πηγαινοερχόμουν κοίταζα χωρίς να στέκομαι αλλά και χωρίς να μπορώ να δω τίποτα στον τρίτο εκτός από κάποιο φως και σκεφτόμουν να χτυπήσω το κουδούνι για να κατέβει να της μιλήσω. Μια βδομάδα αφού χωρίσαμε είδα στ' όνειρό μου ότι ήμασταν μαζί κάπου και μετά πήγε και ξάπλωσε σε ένα κλειστό φορτηγάκι με κάποιον παλιό γνωστό μου κι απ' το πρωί μόλις ξύπνησα με έπνιγε η αγωνία, μια οργή που δεν είμασταν μαζί και ανυπομονησία μήπως έβρισκε άλλον. Δεν θα μπορούσα να το ανεχτώ. Θα ήταν σαν δεύτερη απόρριψη. Θα την έπνιγα. Έπρεπε να της μιλήσω και με κάποιον τρόπο να την πείσω να τα ξαναβρούμε και μου φαινόταν καλύτερα να την πετύχω έξω. Πίστευα ότι θα εκτιμούσε την προσπάθειά μου.
Έτσι πέρασαν τρεις μέρες. Το τέταρτο βράδυ που πέρναγα, κάτω από την πολυκατοικία απέναντι απ' την δικιά της, που τα μπαλκόνια της ήταν γεμάτα γλάστρες, έπεσε στο κεφάλι μου ένα μαύρο γυαλιστερό τετράγωνο μαντηλάκι. Είχε δαντέλα γύρω γύρω και ίσα που κατάλαβα το σχεδόν ανύπαρκτο βάρος του. Καθώς γλίστρησε απ' το κεφάλι μου έβαλα το χέρι μπροστά για να πέσει μέσα. Το έφερα αυτόματα στη μύτη μου. Είχε ένα απαλό άρωμα που νόμιζα πως έφευγε σε πολλές κατευθύνσεις ταυτόχρονα. Κοίταξα επάνω και είδα μία κυρία με κάτασπρα μαλλιά να μου χαμογελάει. Μόλις την κοίταξα έκανε με τα δυό της δάχτυλα το σήμα της νίκης. Της χαμογέλασα ικανοποιημένος για τις ικανότητές μου, λίγο πριν καταλάβω ότι έδειχνε τον όροφο που έμενε. Άνοιξε την είσοδο και ανέβηκα στον δεύτερο. Το σπίτι γεμάτο στολίδια αναμνηστικά, πίνακες, τραπεζάκια, καρεκλάκια, χαλάκια, βραβεία, κύπελα, τόσο πολύ που νόμιζα πως ήμουν σε κουκλόσπιτο με την κυρία σχεδόν στο μισό μου ύψος σαν ξωτικό εκεί μέσα και πρόσεχα την κάθε μου κίνηση μην τα γκρεμίσω όλα και μην γλιστρήσω.
Έκατσα σε μια καρέκλα του μεγάλου τραπεζιού. Στο κέντρο του στεκόταν ένα παλιομοδίτικο -φυσικά- πορτατίφ με μικρή λάμπα. Ήταν ένα αρκετά μεγάλο σπίτι μισοφωτισμένο και μου έκανε εντύπωση πώς έβλεπε με τόσο λίγο φως στην ηλικία της. Όσες γιαγιάδες ξέρω ανάβουν όλα τα φώτα μέρα νύχτα και φωνάζουν αντί να μιλάνε. Αυτή μου ψυθίρισε "Σας ευχαριστώ πολύ" κι έβγαλε ένα ασημένιο κουτί με λουκούμια κι ένα μικρό μπουκάλι λικέρ. Έβαλε και ήπιαμε. Με κοίταξε χαμογελώντας πάλι.
"Περνάτε συχνά από 'δω".
"Δεν μένω μακριά", είπα το πιο εύκολο που μού 'ρθε. Κοίταξε το μικρό ποτήρι με το λικέρ που σχεδόν είχε τελειώσει.
"Το είχα βάλει να στεγνώσει και έπεσε".
Έβαλα λίγο ακόμα λικέρ και το ήπια. Δεν ήθελα να μείνω περισσότερο αν και η κυρία μού ήταν συμπαθής, πάρα πολύ θα μπορούσα να πω. Η συγκαταβατικότητά της με έκανε να θέλω να κλάψω. Ένιωσα ένα βάρος στο στήθος κι έναν κόμπο στο λαιμό. Εκείνη σηκώθηκε και έκατσε σε μία ψάθινη παλιά πολυθρόνα στο μπαλκόνι. Το φως του φεγγαριού την φώτισε αχνά. Από κεί που στεκόμουν, έβλεπα την πλάτη της και την σκιά στο πάτωμα. Βγήκα έξω κι άρχισε να μουρμουρίζει μία μελωδία. Κοίταξα στην απέναντι πολυκατοικία και είδα ένα φως αλλά δεν ήμουν σίγουρος αν ήταν το δωμάτιό της. Σκέφτηκα να πάω και να χτυπήσω το κουδούνι. Δεν ήταν αργά, περίπου δέκα και μισή. Θα περίμενα λίγο και θα πήγαινα. Να κοιμόταν και η κυρία. Σταμάτησε με δύο απότομες ανάσες. Προς το τέλος ανάσανα κι εγώ κάπως βαριά σαν να αγωνιούσα αν θα τελείωνε το τραγούδι γιατί στο τέλος είχε γίνει πολύ αχνή η φωνή της, σχεδόν δεν την άκουγα.
Σκέφτηκα λίγο αν θα πήγαινα να χτυπήσω το κουδούνι. Γύρισα και είδα την κυρία με κλειστά τα μάτια σα να κοιμόταν. Δεν υπήρχε λόγος να την ξυπνήσω. Ούτε και μπορούσα όμως. Έτσι, ξαπλωμένη στη ψάθινη πολυθρόνα έμεινε ακίνητη, χωρίς ανάσα, κι εγώ την κοιτούσα λες και το περίμενα. Αν και ο τελευταίος που την είδε ήταν ξένος, τουλάχιστον δεν ήταν μόνη. Τα μαύρα ρούχα της γυάλιζαν στο φως του φεγγαριού και ο άσπρος κότσος της μου φαινόταν ασημένιος.
Άκουσα τακούνια στο πεζοδρόμιο και κοίταξα κάτω. Αυτή ήταν; Πήγα μέσα και τηλεφώνησα στο νοσοκομείο. Περίμενα νά 'ρθουν χωρίς να σκέφτομαι τίποτα. Άφησα τη νύχτα να γεμίσει το μυαλό μου. Ένα απαλό και κάπως ψυχρό αεράκι δρόσιζε.





Γιάννης Τόλιος
Πριν συνηθίσω
Όπως ένας άντρας θέλει να αποτυπώσει και να αποθηκεύσει στα βαθειά αρχεία του μυαλού του την μαγική εικόνα μιας αγάπης, έτσι θέλω να κρατήσω τη θέα αυτού του τοπίου προτού την συλήσει η συνήθεια. Δεν θέλω να χαλάσει η τέλεια εντύπωση που μου προξενεί αυτή τη στιγμή αυτό το μέρος. Δεν θέλω να εξοικειωθώ με τους κατηφορικούς και ανηφορικούς δρόμους. Ούτε να μάθω εύκολα κάθε ζεστό καλντερίμι και δροσερό βραδινό σοκάκι της χώρας. Δεν θέλω γρήγορα να μάθουν τα μάτια μου να κοιτάζουν αδιάφορα τους όμορφους στολισμούς των μαγαζιών με τα έντονα χρώματα και την θαυμάσια αρχιτεκτονική τους. Ούτε τους ανέμελους ανθρώπους στα καφέ και τις συνήθειές τους, την κάθε βάρκα πού είναι δεμένη ούτε και την πρωινή ώρα όπου έρχονται οι ψαράδες με τα δίχτυα γεμάτα. Δεν θέλω να πάψει να με ενοχλεί ο διαρκής αέρας γεμάτος αλμύρα, ούτε το κάθε μοναδικό κύμα που ακούω να μου είναι αδιάφορο, αλλά και να μην ξαφνιάζομαι στο άκουσμα από τις διάφορές γλώσσες των λιγοστών τουριστών.
Θέλω να κρατήσω το πρώτο μου βλέμμα ανέγγιχτο και μακριά από τη συνήθεια. Πριν συνηθίσω, όπως συνηθίζει κανείς την ομορφιά και ύστερα δεν του προκαλεί καμία απολύτως συγκίνηση, καμιά σωματική και ψυχική ανησυχία, ούτε καν το παραμικρό μένος στο αντίκρισμα της μέχρι τότε μαγικής εικόνας.
Πριν συνηθίσω και ξεχάσω το σάστισμα που νιώθω αυτή τη στιγμή, όπως ξεχνά κανείς ένα όνειρο μετά από μερικές στιγμές.

Τευχος 10ο, Ανοιξη 2009



Γιούλα Ξενάκη

ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Ενύχτωσε και βράδιασε, πήρε να σκοτεινιάσει

κι απόφαση δε πάρθηκε απ’ τα εννιά αδέλφια.

Μόν’ ο Κωστής πετάχτηκε και πήρ’ ευθύς το λόγο:

-Μάνα μου πέτρωσ’ τη καρδιά και μην αναστενάζεις

είναι μεγάλη η τύχη της, γι’ αυτό να μη διστάζεις.

-Εδέ μαντάτο που’φερες, απόψε Κωσταντή μου

και τι ν’ αυτό που μου ζητάς να χάσω το παιδί μου.

-Άιντε ρε μάνα σκέψου το, μαζί της θα σωθούμε

θα δώσουμε τα δανεικά και θα ξεχρεωθούμε.

-Πώς να τη πείσω γιόκα μου το σπίτι της ν’ αφήσει,

αφού’ναι γέρος ο γαμπρός που’ ρθε να τη ζητήσει;

-Μα είναι γέρος με λεφτά, θα ’χει ό,τι θελήσει

και σ’ ό,τι θα μας χρειαστεί αυτός θα βοηθήσει.

-Έχεις του πλούτου αχορταγιά, δεν νοιάζεσαι για μένα

και θέλεις να τη στείλουμε στα άσπλαχνα τα ξένα.

-Μάνα άστηνε να παντρευτεί άστηνε πια να φύγει

γιατι όπως είναι άσχημη στο ράφι θα μας μείνει.

-Αν είναι Κωσταντάκη μου, αυτή να κακοπέσει

κάλλιο να μείνει δίπλα μου στο ράφι να ξεπέσει.

-Έλα σου λέω άστηνε και δώσ’ της την ευχή σου

και μην τη θες συνέχεια να είναι στο βρακί σου.

-Αν φύγει γιε μου η Αρετή, ποιος θα μας καθαρίζει,

ποιος θα πηγαίνει στο μαντρί τα ζά μας να φροντίζει;

-Δεν θα’ σαι μόνη μάνα εσύ,θα έχεις τα παιδιά σου

θα έχεις ό,τι χρειαστείς και ό,τι βαστά η καρδιά σου.

-Τα πόδια μου δεν με βαστούν, τα χέρια με πονούνε,

τα μάτια μου δεν βλέπουνε, τ’ αυτιά μου δεν ακούνε.

-Το γάμο και τη φαμιλιά δεν θες να τα γνωρίσει

και προτιμάς καλύτερα να σε γηροκομήσει;

-Κι αν αρρωστήσω Κωσταντή και πέσω στο κρεβάτι,

ποιος θα μου φέρει το γιατρό και ποιος το νεκροθάφτη;

-Όρκο βαρύ σου δίνω εγώ, θα δεις θα τον κρατήσω

βουνά θα σκίσω θάλασσες για να στη φέρω πίσω.

Την πάντρεψαν την Αρετή κι έφυγε για τα ξένα

αρρώστησαν τ’ αδέλφια της, χάθηκαν ένα ένα.

Κι ο Κωσταντής τα τίναξε κι έτσι το σπίτι ρήμαξε.

Τι κι αν τον όρκο έδωσε; αυτός δεν εκρατήθη

κι η μάνα καταράστηκε κι ο γιος της αναστήθη.

Καβάλησε το άλογο και πήγε να τη φέρει

γιατί τον όρκο που δωκε, δεν είχε καταφέρει.

-Ντύσου Αρετή να φύγουμε να πάμε στο χωριό μας

σε περιμένει η μάνα μας μα και το σπιτικό μας.

-Μα πες μου να ναι για καλό να βγάλω την ποδιά μου,

ή να μαζέψω γρήγορα τα ξέμπλεκα μαλλιά μου;

-Δεν έχω χρόνο Αρετή τώρα να σου εξηγήσω

ξεπέρασα το θάνατο για να σε συναντήσω.

-Μα Κωσταντή μου φαίνεσαι λιγάκι αλλαγμένος

και βγάζεις και μια μυρωδιά λίγο σαν μουχλιασμένος.

-Μη με φοβάσαι Αρετή κι ανέβα στ’ άλογό μου

είναι βαριά η μοίρα μου κι όλο το ριζικό μου.

-Πού πήγαν τα μουστάκια σου που τόσο αγαπούσα,

τα μεταξένια σου μαλλιά που χτένιζα και φιλούσα;

-Μη τα ρωτάς βρε Αρετή και πιάσε με απ’ το χέρι

μας περιμένει η μάνα μας που βγήκε στο καρτέρι.

(Γράφτηκε με αφορμή συνεργατική άσκηση για το δημοτικό τραγούδι “Του νεκρού αδελφού”. Στην ομάδα συμμετείχαν επίσης η Δώρα Ταμπάκη και η Δήμητρα Τσιρογιάννη)



Μάνος Μιχαηλίδης

η προσπάθεια

περπάτησε βαριά

σέρνοντας τα χοντρά άρρωστα πόδια του

ως τη λεπτή

κ

ά

θ

ε

τ

η

φωτεινή γραμμή

που φάνηκε

μετά από καιρό

εκεί

στη γωνία

του

κατά τα άλλα –

σκοτεινού δωματίου

δίπλα στην πόρτα

και

ά π λ ω σ ε

δδδδδδδδδειλλλλλλλάάάάάάάάάάάάα

δδδδδδδδδειλλλλλλλάάάάάάάάάάάάα

τα χέρια του να την αγγίξει.

η άρρωστη καρδιά του χτύπησε μπαμ μπαμ μπουμ μπαμ μπουμ μπαμ μπαμ

ένα λεπτό αεράκι που φύσηξε

σκοτείνιασε το δωμάτιο ξανά χτυπώντας ΜΠΑΜ την πόρτα-


Γιάννης Τόλιος

Άντε ρεε!!!

Άντε ρε βλάκα, κουνήσου! Είπα νευριασμένα στον οδηγό του μπροστινού αυτοκινήτου επειδή καθυστέρησε να ξεκινήσει ένα δευτερόλεπτο, άντε ύπνε! Συνέχισα τώρα ξελαρυγγιασμένος και χτυπώντας τα χέρια μου στο τιμόνι. Κοίτα ρε, κοίτα ρε κοιμάται όρθιος ο ηλίθιος και αυτόματα οι παλάμες μου έγινα ένα με την κόρνα. Μα αυτός εκεί, ακίνητος. Άντε ρε εμπόδιο της εθνικής οδού, βιάζομαι σου λέω! Η ώρα είναι 9:15 και πρέπει στις 9:30 να είμαι μέσα στην αίθουσα του Αιγαλέου… και εγώ είμαι ακόμα στην αρχή της εθνικής οδού από την παραλιακή. Άντε ρε καραγκιόζη ξεκίνα το σαράβαλό σου, δε βλέπεις ότι ο μπροστινός σου έχει προχωρήσει ένα μέτρο; Και κοίτα ένα παλιόκαιρο που έχει, σήμερα έπιασε να βρέξει που βιάζομαι, μη δουν λίγη βροχή οι μαλάκες, μπαμ να πάρουν τ’ αυτοκίνητά τους, ήθελα να ’ξερα πού στο διάολο πάνε όλοι τους! Άντε ρε καθυστερημένε ξεκίνα επιτέλους! Κι άξαφνα έγινε το θαύμα αφού έσβησαν τα κόκκινα φώτα του στοπ, γεγονός που σημαίνει ότι τον έπιασε επιτέλους ο πρωινός καφές που ήπιε. Όμως αντί να πάει μπροστά, τσούλησε προς τα πίσω! Τι, τι είναι αυτά ρε! Μπροστά ρε, μπροστά είπαμε που να πάρει και να σηκώσει, όχι προς τα πίσω ξεφώνισα απελπισμένος. Μα αυτός τίποτα, με πλησίαζε επικίνδυνα, έκανα όπισθεν βιαστικά μέχρι που άκουσα τη κόρνα του από πίσω αυτοκινήτου και τη φωνή του οδηγού να λέει: Ρεε!!! και σταμάτησα. Ο μπροστινός μου ωστόσο συνέχιζε ώσπου ήρθε και σταμάτησε πάνω στο προφυλακτήρα μου.

Αφήνιασα! Γαμώ τη γκαντεμιά μου μέσα, σε μένα πρέπει να τύχουν όλα τα στραβά σήμερα; Είπα βροντοφωνώντας μέσα μου σιωπηρά και τα νεύρα μου έγιναν σαν μάτια ταύρου. Έριξα μια γρήγορη ματιά στον καθρέφτη για καμιά μηχανή και βγήκα έξω. Κοίτα ρε που μπλέξαμε στις 9:15 το πρωί. Έφτασα στη πόρτα του, το παράθυρο κλειστό. Αυτός κοίταζε μπροστά με απάθεια. Με καλά βλαμμένος είσαι; του είπα. Μ’ έγραψε κανονικά. Ρε! Σου μιλάω! και του βρόντηξα το βρεγμένο παράθυρο με μπουνιές. Αυτός στο κόσμο του… Ρε! Του ξαναείπα με τόσα νεύρα που ταρακούνησα ολόκληρο το αυτοκίνητο και του άνοιξα τη πόρτα να ζητήσω εξηγήσεις.

Αυτός έγειρε απλά σαν τσουβάλι πλάι στα βρεγμένα άσπρα μου παπούτσια…


Άγγελος Φέτσης

Ο κυνηγημένος και η Έλα

Ο Αργύρης ο Μούφας έτρεχε ανάμεσα στα στενά στην Ακαδημία Πλάτωνα
νομίζοντας ότι τον κυνηγούσαν επειδή έκλεψε από το περίπτερο τον καπνό και ένα πατατάκι που τάχε πληρώσει, όμως ήξερε ότι κανείς δεν θα τον πίστευε έτσι κι αλλιώς. Κρυβόταν πίσω από κάδους, ένα σκυλί τον κυνήγησε για λίγο, της μυστικής σκυλοαστυνομίας που μυρίζει όπλα, παράνομες διακινήσεις κ.λπ, και κυνηγάει γάτες με παραβατική συμπεριφορά, τον χάζεψαν κάτι γριούλες, σίγουρα η μυστική υπηρεσία τις είχε βάλει και του φάνηκε ότι άκουσε σειρήνες από τουλάχιστον 20 περιπολικά και 5 κλούβες, ασθενοφόρα, πυροσβεστική και ελικόπτερα. Αν τον έπιαναν δεν θα έκανε καμία δήλωση κατάφερε όμως και τους ξέφυγε απ' την παλιά έξοδο πίσω από το γκαράζ του δήμου και βρέθηκε στο μεγάλο αμερικάνικο
σαντουϊτσάδικο. Απ' το τζάμι είδε την σιλουέτα της Φωτεινής. Αυτή θα τον έσωζε. Θα της ζητούσε να τον φιλοξενήσει απόψε αν και είχε σπίτι. Ακόμα δεν
είχε φύγει.
Σήκωσε τον γιακά απ' το μπουφάν που το σκέφτηκε για μια στιγμή σαν καπαρντίνα και μπήκε μέσα. Το σχήμα της Φωτεινής, από τη μέση και κάτω, του θύμιζε κιθάρα έτσι όπως την κοίταζε πλάτη. Ακούμπησε τον αγκώνα στον πάγκο. Η Φωτεινή κάπνιζε και έπινε καφέ. Δούλευε στο μαγαζί μιας φίλης της με ρούχα και ήταν 3 χρόνια μεγαλύτερη απ' τον Αργύρη. Της περιέγραψε τον εαυτό της όπως την είδε την ώρα που μπήκε στο μαγαζί στο σχήμα και στην αίσθηση που αποπνέει και της πήρε ένα τσιγάρο. Αυτή του είπε ένα "άσε με ρε Αργύρη..." και γύρισε το κεφάλι της απ' την άλλη. Πήγε να την αγκαλιάσει αλλά αυτή έκανε μια μικρή κίνηση με τη μέση της που δημιούργησε ένα μικρό κενό στο μυαλό του και το βλέμμα που ταυτόχρονα είχε και μια αγριωπή ασάφεια και κατέβασε το χέρι του. Η Φωτεινή ήξερε τις ιδιοτροπίες του και τού είπε πολλές φορές να γίνει ηθοποιός ή κάτι παρόμοιο. Είχε αρνηθεί επανειλημμένως τις προτάσεις του γιατί έβλεπε ότι αντιμετώπιζε τα ερωτικά σαν ρόλο ή παιχνίδι αν και δεν ήταν πάντα σίγουρη γι' αυτό. Μια φορά παραλίγο να πεισθεί αλλά την τελευταία στιγμή έκανε πίσω για να ξαναδώσει στην αμφιβολία της άλλη μια ευκαιρία. Εκείνο το βράδυ τον φιλοξένησε σπίτι της. Τον έβαλε να κοιμηθεί στον καναπέ. Το σαλόνι ήταν γεμάτο διακοσμητικά, κεριά, αγαλματάκια κυρίως ινδικής προέλευσης, ελέφαντες, χελώνες κλπ. πολύχρωμα πανάκια με δαντέλα για τα έπιπλα, καλύμματα με σχέδια για τους δύο καναπέδες και τις τρεις πολυθρόνες. Δύο φορές πήγε κι άνοιξε την πόρτα της κρεβατοκάμαρας για να δει αν η Φωτεινή κοιμόταν γυμνή και ξεσκέπαστη. Ήταν ντυμένη και σκεπασμένη αλλά αυτός την φαντάστηκε γυμνή και ξεσκέπαστη. Τελικά κατάφερε να κοιμηθεί στις 5 και είδε στο όνειρό του όσα είχαν γίνει εκτός από το τέλος, όπου η Φωτεινή ήταν μαύρη και τραγουδούσε το Misty της Έλλα Φιτζέραλντ σε τζαζ κλαμπ. Το πρωί ρώτησε τη Φωτεινή αν θα τον παντρευτεί, εκείνη έφυγε για τη μάνα της και αυτός πήγε στο καφενείο μήπως έβρισκε τον Μάνο και τον Κώστα. Υπήρχε πρόβλημα με το σπίτι που έμενε και κάθε μέρα το συζητούσαν επειδή οι άλλοι δύο ήξεραν τον ιδιοκτήτη του σπιτιού του Αργύρη και θα τον έπειθαν να μην του αυξήσει το νοίκι. Οι συζητήσεις διαρκούσαν μέρες γιατί παρεμβάλονταν δίωρες ή τρίωρες παύσεις με ούζα, μεζέδες, κρασιά και ψητά στη σχάρα του καφενείου. Τα πρωινά ο Φάνης δούλευε σεκιούριτι στο αεροδρόμιο και τηλεφωνούσε στην Φωτεινή για να της πει για τους τουρίστες που περνούσαν και τις ανακοινώσεις που άκουγε με διάφορους άγνωστους προορισμούς ρωτώντας την αν ήθελε να πάνε, της διάβαζε με δυσκολία τους τίτλους από τις ξένες εφημερίδες και περιοδικά και κάθε φορά που δοκίμαζε έναν ξένο καπνό ή τσιγάρα της έστελνε μηνύματα για τις εντυπώσεις του. Αυτή πότε τον άκουγε με ενδιαφέρον και πότε του έλεγε να το κλείσει γιατί είχε δουλειά επειδή δούλευε πολλές ώρες στο σαντουϊτσάδικο και σκεφτόταν να πάει για έναν καφέ κάποια στιγμή στο αεροδρόμιο αλλά δεν μπορούσε να αποφασίσει αν θα πήγαινε με τον Αργύρη ή μόνη της.


Μαρία Οικονόμου

Μάνα

Μια φιγούρα μάλλον κοντού αναστήματος, ίσως όμως φυσιολογική για τα δεδομένα της φυλής μας. Τα υπόλοιπα μπορεί να μην τα παρατηρήσεις πάνω στο πρόσωπό της, μόνο εκείνα τα μάτια... Πράσινα μάτια με δυό μεγάλες φλόγες να καίνε. Πόσες φορές τα είδα να κλαίνε... Πόσες να γελούν... Τα μάτια που με έμαθαν να κοιτώ μέσα σε αυτά και μέσα σε όλα τα υπόλοιπα και να βλέπω πίσω από αυτά. Τα μάτια που με κάναν άνθρωπο.

Άν δεν σε φυλακίσουν, θα προχωρήσεις και πιο πέρα. Και τότε θα δεις τα χέρια. Κουρασμένα από τη δουλειά και τις κακουχίες. Χέρια σκληρά μα τόσο μαλακά στο άγγιγμα... Πώς το κάνουν; Χέρια που ξέρουν τι θα πει εργασία εξοντωτική, όχι για προσωπικές απολαβές, αλλά για να θρέψουν τη ζωή. Μια μεγάλη αγκαλιά πάντα ανοιχτή και έτοιμη να δώσει, οποιαδήποτε στιγμή, μέχρι να αδειάσει, γιατι αυτή ξέρει πως μόνο έτσι θα γεμίσει.. Χέρια που με κάναν άνθρωπο.

Και ίσως τότε σκύψεις το βλέμμα μπροστά στο μεγαλείο της. Θα δεις τα πόδια της. Πονεμένα πόδια, που έχουν ανέβει μύριες ανηφόρες στη ζωή. Και ποτέ δε λύγισαν. Κανένα βάρος δεν είναι ικανό να τα κάνει να λυγίσουν, να πάψουν να ανεβαίνουν σκαλοπάτια σηκώνοντας το βάρος της ζωής. Έτοιμα να τρέξουν προς όλες τις πιθανές κατευθύνσεις για να προσφέρουν. Πόδια που με κάναν άνθρωπο.

Φέρνω το σύνολο στη μνήμη μου. Πάει καιρός που έχω αποτραβηχτεί από κοντά της. Αυτό που βλέπω είναι μια καρδιά. Τόσο μεγάλη που χωράει τον κόσμο όλο. Και πώς να μην τον χωρέσει; Μέσα σ’ αυτή την καρδιά, βλέπω τα μάτια της. Προσπαθώ κι άλλο και ξεθάβω από το παρελθόν τη φωνή της. Να μου τραγουδάει. Ένα τόσο όμορφο ποίημα που η ψυχή μου έτρεμε και δεν το άντεχα... Θυμάμαι της ζητούσα να σταματήσει. Δεν καταλάβαινες τότε το γιατί... Συγνώμη. Ήταν τόσο όμορφο, που με τρόμαζε. Μόνο που δεν ήξερα να στο πω.

Μητέρα, κρύβεις τόση σοφία μέσα σου...


Χριστίνα Ζήζη

Πέτρα στο κεφάλι

Τρεις ήταν σε όλο το χωριό αυτοί που είχαν τελειώσει το σχολείο. Ο δάσκαλος, ο παπάς και ο πατέρας μου, που διάβαζε με πλήρη εχεμύθεια τα γράμματα που είχε φέρει ο ταχυδρόμος το πρωί στους συγχωριανούς του, οι οποίοι του είχαν απεριόριστη εμπιστοσύνη και εκτίμηση. Πληρεξούσια, βεβαιώσεις, πιστοποιητικά, όλα σχεδόν περνούσαν από τα χέρια του με απόλυτη εντιμότητα.

Κάποια μέρα ο πατέρας μου χρειάστηκε να πάει σε ένα σπίτι απομακρυσμένο από το χωριό, σχεδόν στο βουνό. Είχε υποσχεθεί στο γέρο Μαθιό να του γράψει ένα πληρεξούσιο.

Εκείνη τη μέρα ο πατέρας μου γνώρισε τη μητέρα μου την Ειρήνη, η οποία ήταν μέλος της αντίστασης και κρυβόταν στο βουνό. Πριν είκοσι μέρες οι χωροφύλακες έπιασαν τον αδερφό της, τον Χριστόφορο, και γι’ αυτό εκείνη κρύφτηκε στους θάμνους του βουνού για να μην την βρουν, μόλις δεκαέξι χρονών.

Καθώς εκείνος ανέβαινε το δύσβατο μονοπάτι κατάκοπος, εκείνη νιώθοντας την απειλή της παρουσίας του του πέταξε μια πέτρα στο κεφάλι. Τότε εκείνος σταμάτησε και γύρισε δεξιά, αριστερά, πίσω του, μα κανέναν δεν είδε. Κράτησε με τα χέρια του για λίγα λεπτά το κεφάλι του και χωρίς σκέψη προχώρησε τέσσερα βήματα. Στο πέμπτο του ήρθε η δεύτερη πέτρα. “Πίσω!” άκουσε μια φωνή να του λέει. Ταράχτηκε κι οπισθοχώρησε. “Τι είσαι; Γιατί πετάς πέτρες; Πού είσαι;” ρώτησε εκείνος σαστισμένος, μα απάντηση δεν πήρε. Τον κυρίευσε θυμός και άρχισε να μονολογεί: “Ήρθα τόσο δρόμο για να τον εξυπηρετήσω κι ο γέρος μου πετά πέτρες”.

Έπειτα στήθηκε στην πιο αμφιθεατρική θέση που βρήκε. Προσπάθησε να παραμείνει ψύχραιμος. Έπρεπε να δει ποιος ήταν που έπαιζε με το κεφάλι του. Μετά κάθησε, έβγαλε από το φιλάκι του μια πετσέτα που είχε τυλίξει λίγο ψωμί, ελιές και τυρί για να φιλέψει το γέρο.

Εκείνη βρισκόταν δίπλα του σε απόσταση αναπνοής, μέσα σε ένα μικρό θάμνο, και έτρεμε σύγκορμη, όχι από φόβο, αλλά από τη λαχτάρα της θέας και της μυρωδιάς του ψωμιού. “Ω θεέ μου, αν μείνω ένα λεπτό ακόμα θα τα φάει όλα ο καρμίρης, σκέφτηκε και πετάγεται από το θάμνο θεαματικά σαν αστραπή, “είσαι βλάκας”, του λέει. Εκείνος τα χάνει στην παρουσία της μικρής και εκείνη βρήκε την ευκαιρία να του αρπάξει γρήγορα την πετσέτα με το ψωμοτύρι και τις ελιές και να εξαφανιστεί σαν αίλουρος.

Από τότε την έψαχνε σχεδόν κάθε μέρα στο βουνό της Πραγιάς και της πήγαινε πάντα φαγητό. Το άφηνε στο ίδιο ακριβώς σημείο και εκείνη φρόντιζε να του επιστρέφει την πετσέτα και το μπολ πάντα καθαρό.

Κάποια μέρα στάθηκε τυχερός. Την πήρε μαζί του, κρύβοντας από την μητέρα του πως εκείνη δεν γνώριζε να διαβάζει και να γράφει, καθώς δεν είχε τελειώσει το δημοτικό σχολείο. Η γιαγιά Χριστίνα ήταν από καλή οικογένεια και αρκετά ψηλομύτα, αυτά δεν θα τα άντεχε.

Έτσι άρχισε το καθημερινό φροντιστήριο για την Ειρήνη από εφημερίδες, φυλλάδια και τα λιγοστά βιβλία του άντρα της. Αυτός κάπου κάπου δανειζόταν και από το δάσκαλο τα βιβλία του σχολείου. “Τι τα θέλεις, Μανώλη;” του έλεγε ο δάσκαλος. “Θέλω πρώτος εγώ να τα δείξω αυτά στα παιδιά μου, πριν έρθουν σε σένα και τραμάξουν με την άγρια καρδιά σου”, τον πείραζε ο πατέρας.

Έτσι πέτυχαν το στόχο τους. Η Ειρήνη έμαθε να γράφει και να διαβάζει με δάσκαλο τον Μανώλη, τον άντρα της. Μα πάνω από όλα μέτρησε η θέλησή της.

Σηκωνόταν πολύ πρωί, πριν φύγει ο άντρας της για τη δουλειά, έκανε όλες τις δουλειές του σπιτιού, μαγείρευε, τακτοποιούσε τα παιδιά της και έπειτα πήγαινε φαγητό στους εξόριστους. Έπρεπε κάποιος να φροντίσει και γι’ αυτούς και τώρα που γνώριζε να προσθέτει και να πολλαπλασιάζει γνώριζε και πώς να κρύβει κάπου-κάπου καμιά δραχμή από τον άντρα της για το φαγητό των συντρόφων της. Εκείνοι γνωρίζοντας την αδυναμία της και τη θέλησή της για μάθηση, της έδιναν βιβλία τα οποία τα διάβαζαν μαζί με τον άντρας της τα βράδια κρυφά από όλους. Τα βιβλία αυτά δεν άρεσαν στον άντρα της πάντα, εκείνος είχε άλλες πολιτικές ιδεολογίες, μα δεν αναφέρθηκε ποτέ σ’ αυτό, άλλωστε κι εκείνος εμπλούτισε τις γνώσεις του, καλλιέργησε τον εαυτό του μαθαίνοντας την κουλτούρα, τις ιδέες και απόψεις κάποιων άλλων ανθρώπων κι έτσι απέκτησε την ευκαιρία της σύγκρισης.


Γιαχάλης Θανάσης

Πώς έφτασα ως εδώ

Ξεκίνησα το γημνάσιο. Στην πρώτη λοιπόν τα παιδια δευτέρας και τρίτης με πείραζαν για χαζούς λόγους κυρίος για το μαλλί που ήταν σα γλάστρα στυλ μπομπ μαρλεϊ. Νευρίαζα δεν μου άρεσε αυτο που έκαναν και είχα είδη νευρικό χαρακτήρα. Πέρασε λοιπον ο καιρος και αρχησα στην δευτέρα να αντιδράω χτυπώντας. Στην τρίτη αυξήθηκε το επίπεδο της νευρικότητάς μου, δεν είχα υπομονή, ήμουν το πιο μάχημο παιδί του σχολείου μου και ήθελα να τσακόνομαι και σε άλλα σχολεία και γιατί; Το σκεύτομαι αυτο και κράζω τον εαυτό μου, για να με φοβούντε οι άλλοι και το θεωρούσα σεβαζμό. Χάνοντας μια χρονιά από μαθήματα την τρίτη έπιασα δουλειά σε συνεργεία, είχα εξασφαλίσει τα έξοδά μου. Αλλά δεν σκεφτόμουνα σωστά, όποιος στεκόταν απέναντί μου και στους φίλους μου ερχόμουν τις περισσότερες φορες στα χέρια μαζί του. Ο, ναι, οι φίλοι η αλλιως φίδια. Και γιατί;

Πάντα χονόμουν ναζητήσω ταρέστα χωρίς να εχω καμία σχέση. 1 φορά τσακώθηκα με κάποιον 18 χρονω, εγω 15 και κάτι, είχα ελαφρή κάταγμα στη μητη. Γιατί; για το φίλο που εκανε τι; τίποτα.

2 φορά τσακόθηκα στη στρογκυλή μεσα (πλατεία στη πετρούπολη) για γκόμενες, 1 του κολιτού μου και 1 πρωην που ο πρωταγωνιστης ηταν ο ξαδερφος της, ημουν μόνος και απέναντι ο φωνιάς ο ληστής και ο γιος τους σκωτομένου. Της εφαγε αλλα πάλι καλα που δεν χτυπησε με το πτυσομενο γκλοπ που του έπεσε οταν πιαστικαμε στα χέρια.

Αλλα ο αλλος ήταν 21 και εγώ 15 και πήρα αέρα και πολύ μάλιστα, δεν σταματαγα τσακονόμουν σε τακτικά διαστήματα. Όλοι μου έλεγαν χαλάρωσε εγω το χαβα μου. Η μανα η κακομοίρα το ιδιο.

3 και φαρμακερή χτυπάνε 2 βλάκες ενα πιτσιρικι 15 χρονων για την μπαλα και πάω να ζητησω τα ρεστα πάλι. Τους είχα και τους 2 μαζί, ήθελα να κάνω το εφε μου, μην χάσω. Το εφέ δεν κατάφερα να το κάνω γιατί ηρθε καποιος στο δικό μου στυλ και φισιογνωμία αρκετα μάχιμος.

1 φορά της τρωω, μετά από 10 δευτερόλεπτα της παιζουμε ίσια, την τρίτη της τρώει αυτος και δεν καταλαβα πως και τι, κοιτάω κάθε πρωί εχω ενα χαρακομένο φρύδι. Να μην τα πολυλογό αλλο, εφαγα κατσαβιδιά χωρίς λόγο ενώ έχω καλα, πολύ καλά πρωφορικά και δεν τα δουλευα σχεδόν ποτέ. Καλά να πάθω, οποιος θελει λεπτομεριες να ερθει να μεβρει Θανασης Γιαχαλής λεγομαι πετρουπολη μένω. Ηθικό διδαγμα, δεν ξέρεις τι καπνο φουμαρι ο αλλος, οτι έρχονται ταπανω κάτω και οτι η βια εμένα δεν με εβγαλε σε καλο σε τελική ανάλυση.


Αποστόλης Ακριβός

Το κύμα

Το κύμα αυτό της θάλασσας εχθρός μου έχει γίνει

γιατί όταν γράφω σ’ αγαπώ εκείνο μου το σβήνει

γιατί όταν γραφώ σ’ αγαπώ εκείνο μου το σβήνει

τα κύματα πετροβολώ τα κύματα πετροβολώ

τα κύματα πετροβολώ και με περνάνε για τρελό

Τον ουρανό είχα αδερφό μα πια δεν του μιλάω

τί μου ’πε να σ’απαρνηθω και να μη σ’ αγαπάω

μου είπε να σ’ απαρνηθω και να μη σ’ αγαπάω

τον ουρανό πετροβολώ των ουρανό πετροβολώ

των ουρανό πετροβολώ και με περνάνε για τρελό

Πουλί μου ταξιδιάρικο κάτσε να ξαποστάσεις

νερό να πιεις απ’ τη πηγή στο δρόμο μη διψάσεις

νερό να πιεις απ’ τήν πηγή στο δρόμο μη διψάσεις

κι άμα την δεις κι άμα την δεις θέλω μονάχα να της πεις

μα το θεό την αγαπώ κι ας με περνάει για τρελό


Ζαλακώστα Γιώτα

κραξ μία και σπάει

Ήμουν δεν ήμουν 14 χρονών. Είχα τον γάμο της αδελφής μου, καταλαβαίνετε τι γινόταν, ο χαμός. Ένας έτρεχε από δω άλλος από κει, να προλάβουμε τα πάντα. Εγώ ήθελα να βρίσκομαι σε όλα όσα συνέβαιναν. Ήθελα να βοηθήσω. Τότε δεν υπήρχαν οι ανέσεις κι όλα πλένονταν στα χέρια, πιάτα, ποτήρια. Δεν πολυέπαιρναν πλαστικά. Κι έτσι επειδή εγώ ήμουν η αμέσως μεγαλύτερη από την αδελφή μου όλα τα πλυσίματα πέσανε σε μένα. Ξεκίνησα έπλυνα τα πιάτα του γάμου. Μετά ήρθε η σειρά των ποτηριών. Τι το ’θελα; Το έπαιζα και άνετη. Βουτάω τα ποτήρια μέσα στη σαπουνάδα και αρχίζω να πλένω. Ένα, δύο, τρία, παίρνω και το τέταρτο, βάζω το σφουγγάρι, γεμάτο σαπουνάδα, μέσα στο ποτήρι, το γυρίζω μαζί με το χέρι μου και κραξ μία και σπάει. Αυτό δεν ήταν τίποτα. Ότι μου έκοψε το χέρι γύρω στους τέσσερις πόντους ήταν το χειρότερο.

Αρχίζω εγώ να φωνάζω από τους πόνους και η μάνα μου να μου φωνάζει ότι είμαι απρόσεκτη. Από την μία να πονάω και από την άλλη το σόου, η μάνα μου να κάνει σαν τρελή, κι εγώ να προσπαθώ να μην γελάσω έτσι που έκανε. Με αρπάζουν με πάνε στο νοσοκομείο, με ράψανε, μου κάνανε αντιτετανική ένεση και ήμουν στο γάμο με γάζες. Γλίτωσα και τα γραπτά στο γυμνάσιο, αφού ήταν περίοδος εξετάσεων!


Ηλιοπούλου Αλεξάνδρα

Ναι, Βασιλάκη!

Όπως κάθε ημέρα έτσι και σήμερα ξεκίνησα για το γραφείο. Πιστή στο ραντεβού μου με τον καφέ, κατέβηκα στο κυλικείο για να τον παραγγείλω. Ο υπάλληλος γνώριζε.

-Ένα διπλό ελληνικό, Αλεξάνδρα;

-Ναι, Βασιλάκη!

-Ορίστε, έτοιμος!

Ανεβαίνοντας τις κυλιόμενες μαζί με τον καφέ για να τον απολαύσω στο γραφείο και να σπάσω και τη φουσκάλα, κάποιος βιαστικός κύριος μ’ έσπρωξε και χύθηκε ο μισός καφές επάνω μου κι ο υπόλοιπος επάνω του.

-Ο! Συγγνώμη, μου λέει.

-Μα τι λέτε, του λέω. Τα κάναμε μούσκεμα κι έχασα και τη φουσκάλα, του αποκρίνομαι.

-Να σας κεράσω ένα καφεδάκι; με ρωτάει όλο ευγένεια και με κατακόκκινο το στρογγυλό με τα ωραία πράσινα μάτια πρόσωπό του.

-Μην σας στεναχωρεί, του λέω, είναι μια καλή δικαιολογία για να μην συνεχίσω την εργασία μου.


Ρίζου Μαριάννα

Ήταν η πρώτη μέρα που οδηγούσα. Είχα 7 χρόνια που είχα πάρει το δίπλωμα και αφού μου δόθηκε η ευκαιρία μέσο κάποιου γνωστού να πάρω ένα αυτοκίνητο το αγόρασα. Δευτέρα το πήρα, Τρίτη βγήκε ο χάρος παγανιά, έτσι μου είπε ο αδερφός μου. Ξεκίνησα από το σπίτι να πάω στην αδερφή μου. Στο δρόμο άναψε σβήσε το αυτοκίνητο και σε ένα φανάρι κόκκινο ο πίσω μου κορνάρισε και εγώ το περνάω νομίζοντας ότι άναψε πράσινο. Ευτυχος τη γλύτωσα. Δεν φτάνει που με τρόμαξε αλλά με μούτζωσε κι από πάνω. Τέλος πάντον να μην σας τα πολυλογω έφτασα στην αδερφή μου μετα απο δυο ώρες μια διαδρομή 20 λεπτών. Άφησα το αυτοκίνητο απ’ έξω και το πήρα μετά από τρεις μερες με τι συνοδεία του αδερφού μου. Μετά στην πορεία καθε τρεις μερες επι ενα μηνα κατι θα παθενα. Τρεις φορές των πρωτο μηνα με χτυπησανε και εγω ποτε δεν εφτεγα. Κάθε αρχή και δύσκολη που λενε. Πρεπει να κανουμε την αρχη για να υπαρχει και ενα τελος. Τελικά τωρα πιστευω οτι είμαι μια προσεκτικη οδηγος. Ειναι απαραίτιτο.


Α 4

Το περιστατικό που θα σας, μου συναιβει στα δέκατα έκτα μου χρόνια στην πρωβα μετακόμισής μας. Αυτή μας η απόφαση μάς οδήγησε στο συμπέρασμα οτι, αφού το καινούριο μας σπίτι έχει μεγάλο κήπο (άρα και χώρο) συμαινε ότι καλο θα ήταν να πάρουμε ενα κατοικίδιο. Αφού κάναμε ενα οικογενειακό συμβούλιο, μερικά τηλέφωνα και 2-3 επισκέψεις, το ονειρο μου πραγματοποιηθηκε και προσθέθηκε ένα καινούριο μελος στην οικογένεια, ο Τζακ, ένα 3 εβδομάδων Βέλγικο φουντωτό, με πυκνό μαύρο τρίχωμα και μικρά σωστά ματάκια.

Οι μέρες περνούσαν καθώς εγώ ντάντευα το μωρό μου το οποίο αρχιζε να χανει αυτην την μορφή αφού ψήλωνε, ανέβηκαν τα αυτάκια του και περπατούσε όλο και ποιο καμαρωτά, τα παιχνίδια γιναν ποιο έντονα και απαιτούσε όλο και περισσότερες βολτες. Έτσι ξεκινυσαν όλα.

Ένα μεσημέρι τον Αύγουστο ειπα να αλλαξω διαδρομί και να πάω τον σκύλο μου (τζακ) μέχρι την πλατεία της γειτονιάς μου. Έτσι θα τραβούσα και την προσοχή των παιδιον τα οποία ακόμη δεν ειχα καταφέρει να τα κάνω φίλους μου και μερικά αντε καν να τα γνωρίσω. Στεκόντουσαν στο κάτω μέρος 5 αγόρια και 2 κορίτσια. Ωραίο, σκέφτηκα, και αρχησα να κατευθυνομαι.

Ο Τζακ μόλις είδε κόσμο άρχιζε τα παιχνίδια και πηδούσε ψηλά, δεν ήξερα αν επρεπε να χαιρομαι η να ανυσυχω! Νομιζω ότι ήταν Αύγουστος μεσημέρι, φορούσα λοιπόν μια, η οποία εκλεινε γύρω γύρω με μια κορδέλα και ειχε στο μπροστινό της μερος εναν μεγάλο φιόγκο.

Σχεδόν έφτανα, μεχρι που η όσφρηση του Τζακ μας σταματησε σε 1 παγκάκι και έκατσα ένα λεπτό να τον περιμένω. Φωνάζω, σηκώνομαι και διαπιστώνω τα καρφωμένα μάτια των παιδιών επάνω μου. Συμφορά, ο Τζακ είχε ξελύσει τον φιόγκο και η φούστα είχε υποχωρήσει στο πάτωμα! Όλοι γελούσαν. Εγω εντρομη προσπαθούσα να μαζεύψο την φούστα αλλά η αμυχανία και η ένταση με έκαναν ανύμπορη! Σαν να μην φτάνουν όλα αυτά παω με μουτρα να πω στα παιδια ότι ήταν ενα ατύχημα και τότε περιπλεκομαι απο την αλυσίδα του Τζακ και βρίσκομαι ενα με το πάτωμα, έλεος.

Τότε όμως άρχισα να γελάω. Να γελάω δυνατά. Με την καρδιά μου, να μην με νοιάζει. Και τότε όλοι με πλησίασαν, με βοήθησαν να σηκωθω και με καθησύχαζαν! Και να σας πω και κάτι άλλο; Εκείνη την ημέρα κατάφερα να τους κάνω φίλους μου! Άλλαξα την ατυχία μου! (Αλλά μεταξύ μας, άφησα τις βόλτες του τζακ στην αδερφή μου).


Γεροντάρης Στέλιος

Ήταν μια συνηθισμένη μέρα ρουτίνας.. Είχα πάει σχολείο και όπως κάθε φορά έπληττα και βαριόμουν αφόρητα. Στην τάξη κατά την διάρκεια του μαθήματος σκεφτόμουν ότι θα ήτα ωραία να έβρισκα έναν τρόπο να αλλάξω την ζωή μου.. να βρω κάτι που να μου δώσει λίγο ενδιαφέρον και να με βγάλει από την βαρεμάρα. Όπως πάντα ξέμεινα από ιδέες και τα παράτησα.

Καθώς σχόλασα ξεκίνησα να πάω στο σπίτι μου ακολουθώντας την διαδρομή που κάνω κάθε μέρα. Πήρα το λεωφορείο. Ακούμπησα το κεφάλι μου στο τζάμι κοιτώντας έξω.. βλέποντας μαγαζιά και ανθρώπους όπως μια συνηθισμένη ημέρα.

Ξαφνικά είδα μια κοπέλα να με χαιρετά από μακριά αλλά την αγνόησα παρόλο που η φυσιογνωμία της μου φάνηκε πολύ γνωστή.. Ξαφνικά τυφλώθηκα.. Είδα ένα δυνατό φως και μετά ένοιωσα νυσταγμένος.. Τόσο πολύ που χωρίς να το θέλω αποκοιμήθηκα..

Όταν ξύπνησα βρισκόμουν στο ίδιο μέρος όπου θυμόμουνα, αλλά.. δεν υπήρχε κανείς τριγύρω μου.. Βγήκα έξω από το σταματημένο λεωφορείο και ξεκίνησα την πορεία μου προς το σπίτι μου σκεφτόμενος τι μπορεί να είχε συμβεί.. Ως ρεαλιστής προσπαθούσα να βρω μια λογική εξηγήσει αλλά τίποτα δεν έβγαζε νόημα.. Παρατήρησα πως όσο προχωρούσα προς το σπίτι μου το περιβάλλον άλλαζε και άλλο.. Τα σπίτι δεν είχαν πόρτες ούτε παράθυρα.. και τα αμάξια κατά κάποιον τρόπο ήταν γυρισμένα προς το μέρος μου σαν να με κοιτούσανε.. Ένοιωθα σαν κάποιος να με παρακολουθούσε…

Μετά από κάποια ώρα έφτασα στο σπίτι μου αλλά με λύπη παρατήρησα ότι ούτε αυτό είχε πόρτες και παράθυρα.. Κάθισα σε μια γωνία τρομαγμένος.. Είδα ξανά την κοπέλα που με χαιρέτησε πριν γίνουν όλα αυτά..

-Τι έγινε? Πού είμαι?

-Είσαι στον κόσμο σου.. Αυτόν που έχεις πλάσει εσύ με το μυαλό σου σαν τον ιδανικό κόσμο..

-Ποτέ δεν είχα κάτι τέτοιο στο μυαλό μου..

-Αυτό νομίζεις.. Το έχεις υποσυνείδητα.. Στην ζωή σου πάντα αρνείσαι τις προτάσεις που σου κάνουνε για παρέα λέγοντας πάντα ότι βαριέσαι.. Η μοναξιά είναι κάτι το οποίο οδηγεί σε πολλά παράλογα πράγματα.. Θα έπρεπε να το ξέρεις..

Εκείνη την στιγμή το κορίτσι εξαφανίστηκε σαν να χάθηκε στον άνεμο.. Πέρασε μία ώρα αλλά τίποτα δεν είχε αλλάξει.. όλα συνέχιζαν να μένουν τα ίδια ή χειροτέρευαν.. Άρχισα να φωνάζω για βοήθεια πανικοβλημένος όταν ένοιωσα έναν πόνο στο κεφάλι μου και έχασα τις αισθήσεις μου..

Όταν ξύπνησα ήμουν πάλι μέσα στο λεωφορείο αλλά δεν είχα συναντήσει ακόμη το κορίτσι.. Όταν περάσαμε από εκείνο το σημείο δεν ήταν εκεί.. Δεν ξέρω τι ήταν και πώς έγινε.. αλλά ήταν κάτι που με άλλαξε οριστικά.. Μέσω του να μην είμαι μόνος μου ανακάλυψα κάποια πράγματα για τον εαυτό μου που ούτε τα φανταζόμουν.. Όλοι πρέπει να καταλαβαίνουμε τα λάθη μας.. πριν είναι πολύ αργά..


Κείμενα έδωσαν επίσης οι μαθητές:

Αμπτελ-Χαμιέντ Βασίλης, Τότε ρώτησα το γιατί

Αρώνη Ειρήνη, Τι σας γράφω

Γεροντάρης Στυλιανός, Βαρέθηκα

Δοσπαζης Παρασκευάς, Δεν λέει να βγει

Ζαλακώστα Γιώτα, Κραξ μια και σπάει

Ηλιοπούλου Αλεξάνδρα, Ναι, Βασιλάκη

Κανελλόπουλος Γιώργος, Είχε συμβεί κάτι

Καστρίνη Βούλα, Τίποτα, Διαλέγω τη λέξη

Κολοσκόπη Ρούλα, Διακοπές στην Κρήτη

Κολσούζογλου Αναστάσιος, I got soul

Κρομμύδα Μάγδα, Βλέπεις την δυστυχία

Μάνος Θοδωρής, Ήμουν πολύ χαλαρός

Μαυρομμάτης Γιώργος, Ένα δυνατό μπαμ, Απολαμβάνοντας τη φραπεδιά μου

Μουρδουκούτα Γεωργία, Εικόνα μαγική

Μπαϊράμογλου Σαφηνάζ, Τη στιγμή που έφτανε το λεωφορείο

Μπάρκας Κώστας, Αντώνης Σαμαράκης

Ντεβέ Παναγιώτα, Σε μια εκδρομή που είχαμε πάει

Ξενάκη Γιούλα, ΚΤΕΟ

Όμιντ Γιάκο, Κι έτσι έγινε μουσικός

Παναγόπουλος Δημήτρης, Είπα σιγά τη λέξη βοήθεια

Παπαϊωάννου Κατερίνα, Οι μονάδες μέτρησης ήταν χαμηλές

Ράλλη Αναστασία, Πέρσι τον Ιούνιο

Ρίζου Μαριάννα, Αφού μου δόθηκε η ευκαιρία

Σιμόγιαννης Δημήτρης, Τίποτα δεν μένει το ίδιο

Σιμόγιαννης Νικόλαος, Λίγες στιγμές είναι ωραίες

Σκλαβάκη Αλεξάνδρα, Είναι πολύ σπάνιο για μένα, Σε ηλικία 8 χρονών

Σκουλίδα Ευτυχία, Πρέπει να ομολογήσω

Τόλιος Γιάννης, Υπέροχη μέρα σήμερα

Τσοπανάκη Βάσω, Άτομα γνωστά και άγνωστα

Τσιφρικά Αγγελική, Γυναίκα