Χριστίνα Ζήζη
ούτε μια τρίχα
Με το ζόρι ανέβηκα τα τέσσερα σκαλοπάτια και χτύπησα την πόρτα. Η πόρτα άνοιξε. Μια ανατριχίλα διαπέρασε το κορμί μου. Με κυρίεψε φόβος. Άκουγα τους παλμούς μου να χτυπούν τρελλά, η ανάσα μου κόπηκε, μετά βίας μπόρεσα να ψιθυρίσω, “συγγνώμη, κύριε”. Μπροστά μου στεκόταν επιβλητικά ένας άντρας ψηλός με μαύρο κουστούμι και άσπρα μαλλιά. Γύρισε το βλέμμα του προς το μέρος μου. Με τα μάτια του με περιεργάστηκε από την κορφή ως τα νύχια και, περιφρονητικά, μου είπε “περάστε”, σπρώχνοντας την πόρτα.
Το σπίτι ήταν σχεδόν άδειο με ξύλινο πάτωμα και ξύλινο ταβάνι. Υπήρχε ένας καναπές στη μια πλευρά του σαλονιού και απέναντι ένα σερβάνι. Επάνω στο σερβάνι ήταν ο δίσκος, έτοιμος για τα κεράσματα της ημέρας. Τα ποτήρια τού τσαγιού συνοδεύονταν από τα κουταλάκια και τα νεροπότηρα. Στην άλλη άκρη του επίπλου υπήρχε το ούζο και δυο βάζα, το ένα είχε πάντα λουκουμάκια και το άλλο γλυκό του κουταλιού. Η μητέρα τα γέμιζε κάθε πρωί για τα φιλέματα, μα ως το βράδυ ήταν άδεια.
-“Ένα κακό, λαίμαργο πουλάκι ήρθε πάλι, Εμμανουήλ”, έλεγε στον πατέρα, “και άδειασε το βάζο”.
Εγώ κοκκίνιζα από ντροπή και κρυβόμουν. Την άλλη μέρα τα έκρυβε και γέμιζε μια πιατέλα με ξερά καρύδια, σύκα και αμύγδαλα. Όταν ερχόταν η βραδιά των μουσαφιραίων η πιατέλα γέμιζε με φρέσκα μπακλαβαδάκια και η μητέρα μάς έλεγε:
-“Το βράδυ έχουμε επίσκεψη τον παπά, την πρεσβυτέρα και το ζεύγος Τσαμπή”.
Με έκανε μπάνιο πολύ σχολαστικά, μου έκοβε τα νύχια τόσο βαθιά που με πονούσαν τουλάχιστον τέσσερις μέρες. Σαν έφτανε στα μαλλιά, εκεί παιζόταν τραγωδία. Η χτένα μού έβγαζε τα μισά και τα υπόλοιπα μου τα έδενε κοτσίδα τόσο σφιχτή, ώστε να μην πετάει ούτε μια τρίχα και δείχνω αχτένιστη. Τότε μισούσα τα μπακλαβαδάκια, τον παπά, την πρεσβυτέρα και το ζεύγος Τσαμπή. Έπειτα σήκωνε σιγά-σιγά την πετσέτα, που ήταν σκεπασμένα τα μπακλαβαδάκια, και με κερνούσε τέσσερα. Αυτό ήταν η αποζημίωσή μου.
Άρχισα να ιδρώνω από αγωνία. Δεν μπορεί, αυτό είναι το σπίτι μου! Το σπίτι των γονιών μου! Εδώ όπου έζησα όλες αυτές τις στιγμές που πέρασαν σε λίγα δευτερόλεπτα σαν σκέψεις από το μυαλό μου και δάκρυα κύλησαν από τα μάτια μου.
-“Καθίστε”, μου λέει ο άντρας. “Ποια είστε;”
Γύρισα το κεφάλι μου στο πλάι, σκούπισα τα μάτια μου γρήγορα, δεν έπρεπε να με δει δακρυσμένη. Ύψωσα το ανάστημά μου και μου ήρθε να του πω δυνατά: “Περάστε έξω, κύριε!” Ο άντρας με κοιτούσε σαστισμένος. Τότε συνειδητοποίησα ότι οι αναμνήσεις μου με είχαν οδηγήσει στο πατρικό μου σπίτι. Δεν μπόρεσα ποτέ να δεχτώ ότι δε θα ξαναζούσα αυτές τις όμορφες στιγμές εκεί.
Έριξα μια τελευταία ματιά, ζήτησα συγγνώμη και κατέβηκα τα σκαλιά δακρυσμένη.
Γιάννης Τόλιος
το μικρό βουνό
Κάθε φορά που περνάω από τη λεωφόρο Χαμοστέρνας (κι αυτό συμβαίνει πολύ συχνά διότι εξυπηρετεί να πηγαίνω στο πατρικό μου σπίτι) στην επιστροφή, είτε από το πατρικό μου σπίτι είτε από καμιά δουλειά, προς την κατεύθυνση που οδηγεί στη λεωφόρο Συγγρού, μετά το φανάρι που πάει αριστερά για Πετράλωνα και για το Μοναστηράκι ή δεξιά για Καλλιθέα, αριστερά μου ψηλά βλέπω ένα μικρό βουνό.
Μόλις το αντικρίζω, λέω μέσα μου, “κάποια στιγμή θα πάω να το δω και από κοντά”. Αυτή η υπόσχεση, εδώ που τα λέμε, κρατάει χρόνια, με τη δικαιολογία ότι πάντα βιάζομαι ή ότι έχω να κάνω κάτι σημαντικότερο. Κι έτσι η επίσκεψη του μικρού βουνού παραμένει διακαής πόθος.
Σήμερα όμως το αποφάσισα, όχι δηλαδή ότι ξεκίνησα από το σπίτι να πάω να το δω, αλλά όπως επέστρεφα από μια δουλειά που είχα βγει με το μηχανάκι. Έτσι λοιπόν, κοντά στην πρώτη δεξιά ανοιχτή στροφή άναψα φλας, πάτησα σιγά-σιγά το φρένο και βγήκα δεξιά, πέρασα πάνω από την εναέρια σιδερένια σκάλα και βρέθηκα αντίπερα. Με τα μάτια μου ακολουθούσα το βουνό κι όπως με πήγαινε πήγαινα. Στην αρχή εκνευρίστηκα γιατί δεν το έβλεπα καθόλου κι ο λόγος: οι ψηλές πολυκατοικίες! Μακάρι να μπορούσα να φυσήξω δυνατά όπως φυσά ο βοριάς στο πέλαγος, να τις ρίξω όλες κάτω, σκέφτηκα πάνω στο θυμό μου.
Τελικά το γράπωσα για τα καλά, δεν έφευγε με τίποτα από τα μάτια μου, αυτό στεκόταν ακίνητο και εγώ από οδό σε οδό το πλησίαζα. Στην τελευταία σχεδόν οδό που θα έστριβα και θα βρισκόμουν μπροστά του κατέβαιναν δυο αστυνομικοί πάνω σε μηχανές. Με κοίταξαν μ’ ένα παράξενο ύφος, λες και τους είχα πετάξει μολότοφ σε καμιά διαδήλωση. Έτσι για να ηρεμήσω την κρίση της στιγμής, σήκωσα το χέρι μου και είπα:
-Γεια!
Αυτοί αντί να με χαιρετήσουν, άνοιξαν τις σειρήνες. Μου ζήτησαν τα σχετικά: άδεια, δίπλωμα, ασφάλεια. Τους τα έδωσα. Τα κοίταξαν καλά-καλά, κι έπειτα ο ένας έβγαλε το μπλοκάκι κι άρχισε να γράφει. Απόρησα. Κοίταξα πρώτα γύρω μου να δω για σιγουριά αν υπάρχει άλλο μηχανάκι, αλλά δεν ήταν, και του είπα:
-Συγγνώμη, κύριε, εμένα γράφετε;
-Ναι! μου είπε αργά και χωρίς να με κοιτάξει.
-Και για ποιο λόγο; ρώτησα φανερά απορημένος.
-Για ποιο λόγο; Κάνεις και τον ανήξερο, ε;
-Ορίστε;
Έμεινα με το στόμα ανοιχτό και ένα μυαλό που δε λειτουργούσε.
-Το ξέρεις ή δεν το ξέρεις ότι κινείσαι αντίθετα; είπε νευριασμένα.
-Αντίθετα;
Τότε συνειδητοποίησα ότι όλες οι μούρες των αυτοκινήτων ήταν προς την αντίθετη κατεύθυνση σε σχέση μ’ εμένα.
-Δεν είδες τα απαγορευτικά;
-Όχι!
-Την επόμενη να τα δεις! Πάρε τώρα την κλήση αφού πρώτα την υπογράψεις!
-Δε σε έχουμε ξαναδεί στην περιοχή, είπε ο άλλος. Πού πήγαινες;
Τώρα τι να του έλεγα, ότι έψαχνα να βρω ένα μικρό βουνό; Άσε καλύτερα. Αρκέστηκα στο “επέστρεφα από μια επίσκεψη”. Εκείνοι με γέμισαν με συμβουλές του τύπου “να προσέχεις τα στενά και τα απαγορευτικά”. Με όλη αυτή την ιστορία μου χάλασε η διάθεση και τελικά δεν πήγα να δω το μικρό βουνό.
Ίσως μια άλλη φορά...
άγια παιδιά
Ήλιος, χωροεποχές, δασοσκιά, ζεστοσπηλιά
θα είμαι καλά με όσα λέω στη γλώσσα,
κι αυτά, τα καλά, να είναι κοντά σε μένα,
περισσότερο εγώ, τουτέστιν πληθωρικός.
Είχα άλλη ζωή. Αλλιώς, θα βίωνα
την τέχνη (σαν τώρα).
Αν ήταν κι άλλοι, όλοι μαζί, απλοί
θα ζούσαμε, ευτυχώς, ξανά σαν λίγο
από εμάς, να μην είχε χαθεί στο χάος
του ψεύδους που μας είχαν (είχαμε)
εξασφαλίσει ω θεέ μου.
Με άλλα υλικά, όλοι μας,
θα κατασκευάζαμε λιβάδια και ακτές
να ζούμε. Θα χύναμε τους τρυφερούς
χυμούς της Άνοιξης μέρα νύχτα θα παίζαμε
ευτυχισμένοι, θα πνιγόμασταν στα γέλια,
θα ζούσαμε
σαν παιδιά.
Είμαι,
κρατώ μια μπάλα και χρωματιστά μολύβια,
κορδέλες χιλιόμετρα κυματιστές να τυλίγουνε
την πλάση πίσω μου, ανέμελη χαοτική ορμή
παιχνίδι με χιλιάδες παιδιά να τρέχουν σαν τρελά
να γεμίζουν τον τόπο. Τα μπαλόνια μας δε χωράνε
στον ουρανό, θέλουμε ασύλληπτους ορίζοντες,
άπειρες αγάπες, αλλιώτικες σκιές να μην μας
βαραίνουν, ελευθερία
ελευθερία, ελευθερία να μη μεγαλώσουμε ποτέ,
να φτάσουμε τον θόλο, να βρούμε τον θεό,
να παίξουμε, να φάμε, να βουτήξουμε στα νερά
της Αθανασίας, σε ξένα άγνωστα ηλιοβασιλέματα.
Είχαμε πόλεμο αναπόφευκτο. Τελικά δεν προλάβαμε,
κανείς δεν κρατούσε όπλα. Οι τύχες άλλαξαν
αφηνιασμένες σε μαύρα σύννεφα. Σκέψεις τρωκτικά.
Άλλαξε το βάδισμά μας. Βαρύ, αργό, δεν το καταλάβαμε.
Κοιμόμαστε, ξυπνάμε, ίδιο πράγμα, πώς; Εμείς δεν καταλάβαμε
τίποτα. Γι’ αυτό μας κατηγορούμε τώρα, μετά από τόσα χρόνια.
Δεν είμαστε πια τόσο νέοι, κατάλαβες; (ουρλιάζουν) Ελένη;
Είναι η ξεχασμένη μάνα, σε μπουντρούμια, συρματοπλέγματα,
λευκά κελιά, μεταξύ ζωής και πολέμου, κοντά και μακριά
απ’ τα παιδιά της. Γράφουμε χιλιάδες γράμματα από την
πρώτη γραμμή και ρωτάμε πώς φτιάχνεται ένας πόλεμος,
πρώτα επειδή φοβηθήκαμε και δεύτερο, τον επόμενο να τον
φτιάξουμε καλύτερα. Άντρες πεθαμένοι μια ζωή. Ερείπια στην
άκρη της αυτοκαταστροφής. Δε θέλω να σκέφτομαι, αρκεί που
υποφέρω.
Βλέπω δίπλα μου ένα πτώμα, πρώην άνθρωπο, του κλέβω,
παίρνω (νεκρός είναι περισσότερο από μένα, δεν τα χρειάζεται)
κάτι λεφτά, σφαίρες, τσιγάρα, τη φωτογραφία της κοπέλας.
Οπισθοχωρώ, φτάνω στο φρουραρχείο, μας καλεί ο διοικητής,
κύριοι, όνομα, βαθμός, σειρά, τάγμα, νέα καθήκοντα αγγελιαφόρου.
Τρέμω απ’ το κρύο. Τόσες μέρες πέρασαν κι ακόμα κάνει κρύο.
Θα έπρεπε να πολεμάμε καλοκαίρι όπως οι αρχαίοι. Κοιμόμαστε,
ξυπνάμε τέσσερις φορές, παύση, πρώτη αποστολή. Φτάνω στο
φυλάκιο, κοιτώ γύρω, όλοι νεκροί. Πρέπει να πάω το γράμμα.
Ποιο γράμμα; Παράξενο, πρώτα άκουσα τη σφαίρα και μετά
τραυματίστηκα. Σέρνομαι, κρύβομαι, ακούω τον εχθρό. Ελάχιστες
διαφορές. Σήμερα δεν έφαγα ακόμα. Τα φορτηγά σταμάτησαν,
τα όπλα πήραν θέση στο πάνω πάτωμα. Η ώρα βραδιάζει.
Αν μείνω εδώ θα παγώσω. Βγαίνω λίγο και κοιταζόμαστε με κάποιον.
Μόνο τα μάτια φαίνονται. Απόλυτη σιωπή. Μετά ανάσες.
Κρύβω τη σκέψη μου.
Ήρθε η νύχτα στην χαρά
κι ο χειμώνας της αγάπης,
Ελπίζω όταν ξυπνήσω να είναι όλα.
Γιώργης Τόλιος
καθόταν σε μία πέτρα
Στο παρελθόν κάπια στηγμή ειχα βγει
με το μηχανάκι βολτα. Στο καφενείο
για ενα καφέ. Οταν εφυγα εκανα
μιά διαδρομή μέχρι τα Νεόκτιστα.
Περασα τις γραμμές του τρένου, και
οταν ειδα κόσμο πήγα κοντά για
περιέργεια. Ειχε γύνει Ενα τρακάρισμα
αυτοκηνιτο με μηχανάκι. Οταν εμαθα
οτι ηταν εκεί πάνω απο μισή Ωρα τρελά-
θηκα. Αυτός με το μηχανάκι τον
είδα με τα αίματα ειχαι φύγη η
πέτσα απ’ το κρανίο του και καθόταν
ακήνητος. Ενο η δικιά του ηταν
ταραγμένη καθοταν σε μία πετρα
και σκευτόταν μάλον πως εγηναι.
Εκατσα για λύγο και μετά έφυγα
για να μην τα βλέπω. Από μέσα
μου ειπα να προσέχο.
Δημήτριος Παναγόπουλος
στα τρόλει
Προχθες το βραδυ κατα της 22.30
και ενω εκανα ελενχο στα τρολεϊ στα
εισιτηρια στην ομονεια κατεβασα μια
κοπελα που δεν ειχε εισιτηριο και ενω
της ζητουσα ταυτοτιτα ξαφνικα εβαλε τα
κλαματα και μου εδειξε ενα κοκκινο σημαδι
στο ομωτης μου ειπε πως ερχοταν απο το
νοσοκομειο και οτι εκανε Βιοψία, εκλεγε με
λιγμους και ολο ελεγε Γιατι να συμβενη σε
εμενα αυτο Γιατι ρε γαμωτο.
φυσικα δεν την εγραψα
Κατερίνα Κελαϊδή
όπως και όλοι σας
Όλοι γεννιόμαστε και πεθένουμε μόνοι.
Έτσι και εγώ, γεννήθηκα και
θα πεθάνω μόνη.
Δεν είμαι, δεν αισθάνομαι, αλλά
ξέρω
πως θα φύγω μόνη.
Έχω πάρα πολλούς φίλους
και γνωστούς.
Και όμως θα φύγω μόνη.
Όπως και όλοι σας.
Είμαι από έξω και βλέπω.
Πρέπει να το δείτε κι εσείς.
Έτσι θα γίνουμε όλοι καλύτεροι.
O ποιητής
Είμαι ήρεμος, απόμακρος
και ξύπνιος –
πεζός, απότομος και ψεύτης.
Έφτιαξα εικόνα ιδανική
με τα σύνεργα της τέχνης
(έτοιμα τα βρήκα από αλλού)
τόσο εύκολα ή δύσκολα.
Ερωτευμένος με τις λέξεις
απομακρύνομαι ανάμεσα
στα πλήθη. Ιερή τρέλλα.
Ανήσυχος, ατάραχος και μόνος
με ακέραιο ηθικό σύμπαν,
τίποτα δεν χαλάει την κόλαση
που μου αξίζει. Υπόσχεση.
Είμαι το σκοτάδι μιας ριγμένης
μυθιστοριογραφίας.
Έχω οικογένεια και 5 φίλους.
Μάνος Μιχαηλίδης
Νυχτερινό
έχει πιαστεί απ τη λαβή του μετρό
στρογγυλός
ακουμπά την καμπύλη πλάτη του στο τζάμι.
η κοιλιά του κίτρινη πάνω απ τη μπλούζα, μια μπάλα από μέσα.
φαίνεται να ναι απ τη μέση ανατολή.
“κουρασμένοι άνθρωποι”, λέει η μάνα μου.
χτυπά το κινητό του.
Χοντρό δεξί χέρι ψηλαφίζει δεξιά στην κοιλιά,
μπούτι και κώλο.
Α! να το στην κωλότσεπη.
το βλέμμα του βλέμμα λήθαργου
το βγάζει
το φέρνει κοντά στο πρόσωπο
το κοιτάζει
το κοιτάζει καλύτερα
το κοιτάζει με ένα άγνωστο συναίσθημα να εκφράζεται στα μαύρα μάτια του
και το ξαναβάζει στη θέση του (κωλότσεπη)
χτυπώντας (εκείνο)
και αναστενάζοντας (εκείνος).
Άρχισαν τα όργανα της σωτηρίας…
Γιωργία Μουρδουκούτα
εγώ μπορώ
Κάθε πρωί έρχεται .
Ερχεται ρίχνοντας τις παγωμένες του ακτίνες στα νυσταγμένα μου ματάκια ,
Το δωμάτιο πιστός σημαχός μου θέλοντας να μου επισημάνει τον ερχομό του, παγώνει .
Μπαίνοντας, χαμογελά , μιλά ήρεμα .
Ο τόνος της φωνής του σαν μαγεμένη φλογέρα καταφέρνει να πείθει τους πάντες .
Ξέρει να πετυχαίνει το στόχο του.
Ξέρει να τιθασεύει και να οριοθετεί τη σκέψη όλων.
Η φωνή του τριγυρνά σαν κοράκι έτοιμο να κατασπαράξει τα ανυποψίαστα θύματά του .
Σχηματίζει οπαδούς στο διάβα του, δημιουργώντας μια ασύλητη πραγματικότητα .
Κοιτάζοντάς με χαμογελά, στοχεύοντας να αιχμαλωτίσει το παιδικό μου βλέμμα……
Αλλά Εγώ Μπορώ !
Μπορώ και βλέπω , μπορώ και ονειρεύομαι.
Ο ήχος της φλογέρας του, δε με φτάνει , μεταδιδόμενος σε υψηλότερα στρώματα αέρα δε με αγγίζει.
Η καρδιά μου παγωμένη, αδυνατεί να οριοθετηθεί μπροστά του, τρομαγμένη από το πλήθος των οπαδών του, υπακούει ξανά στο πρέπει ,
Τα πόδια μου τρεμάμενα στριμώχνονται ξανά στα στενάχωρα μαύρα παπούτσια και ακολουθούν τα βήματά του , στο πρέπει που κανείς δεν τολμά να αντισταθεί.
Εγώ Μπορώ!
Η άκρη του ματιού μου ακολουθεί τους άσπρους ταξιδιώτες του ουρανού,
Η ματιά μου μπορεί .
Οι ακτίνες του ηλίου καταφέρνουν να ραγίσουν τους πάγους της καρδιάς μου,
Η καρδιά μου ελπίζει,
Το μυαλό μου ξεχνιέται
Η ψυχή μου ατίθαση όπως πάντα καβάλα έναν κάτασπρο ταξιδιώτη και χάνεται στο άπλετο γαλάζιο .
Τώρα ποια μπορώ,
Μπορώ να αφήσω τα δικά μου θέλω,
να γίνουν μπορώ ικανά να με πάρουν μακριά του.
Παραμύθι
Ένα παιδί κοιμόταν 2 χρόνια.
Όταν έγινε 8, σηκώθηκε
φίλησε τη μάνα του
και πήρε λίγο ψωμί με μέλι για να φάει
κοιτάζοντας τις τρύπες στο τραπέζι
να γεμίζουνε γρήγορα με φίδια.
Όταν γύρισε την πλάτη του
η μητέρα του είχε ήδη καταναλωθεί.
Εράλντ Μπεχάρι
η κονσέρβα
Ήταν ξημέρωμα Σαββάτου. Τα σύνεφα στον ουρανό ήταν μαύρα. Εμένα δεν με έπαιρνε ο ύπνος με τίποτα, και λέω: δεν πάω στο μπαλκόνι να κάνω κανένα τσιγάρω, και αμέσως σηκώθηκα και βγήκα έξω. Απέναντι απο την ποληκατικοία μου χτιζόταν μια άλλη πολυκατικεία. Ανάβω το τσιγάρω και στο μυαλό μου ερχόντουσαν διάφορες σκέψεις. Σε μια στιγμή βλέπω μία γάτα να κυνηγάει ένα ποντίκη. Σήγουρα η γάτα πηνούσε πολή. Το ποντίκη ήταν καταδηκαζμένο. Εγώ ήθελα να ξεφύγη το ποντίκη και αμέσως μου ήρθε στο μυαλό να πετάξω μια κωνσέρβα στην γάτα. Πετάω τιν κωνσέρβα στιν γάτα και αυτή σταμάτησε να κυνηγάει το ποντίκη και άρχησε να τρώει τιν κονσέρβα. Το ποντίκη έφυγε χωρίς να μου πει ούτε ένα ευχαριστώ. Σε μια στιγμή όμως βλέπω να έρχονται πέντε μεγάλα ποντίκια και άρχησαν αυτά να κηνιγάνε την γάτα μέχρι που την πιάνουνε και άρχησαν να τσακώνονται με την γάτα. Τα ποντίκια ήταν πολλά και μεγάλα και είχαν ορμήξει όλα στην γάτα και σε μια στιγμή η γάτα ψωφάει. Μετά τα ποντίκια φύγανε και αφήσανε τιν γάτα στον τόπο. Όταν το είδα αυτό είπα: τσάμπα οι κονσέρβα.
Δημήτρης Μάνος
μάστορας
Ενα πρΩι σαν ολες τΗς αλλες μερες που ξεκινησα να παΩ για δουλειά, Μου Υπε ο μαστορας μου ωσο μπωρο να μην κανο θωριβο και να μην σηκονο σκωνη. ΘωΡιβο δεν κανω και πολύ αλλα σκΩνη, και να το θελω δεν μπωρο να το αποφυγω, δουλευω ολλη μερα τσιμεντα και συκονεται σκωνη, τι να κανω, καθωμουν και Ακουγα την Γκρινια του μαστορα.
Αλέξης Στεργίου
δεν πρέπει
Μου συνέβη ένα απίστευτω γεγονός πέρσι με το μηχανάκη επεσα πανω στη μανα μου και της χτυπησα το κεφάλη και απο τοτε καταλαβα οτι δεν πρεπει να βαζω τη μανα μου απανω γιατι μπωρει να ειναι γρουσουζα.
Χριστίνα Κάτσου
την προσέχουμε εμείς
Το τρομερό γεγονός που μου σύνεβε το εξής είναι, ότι στο χωριό της γιαγιάς μου κάηκε πάρα πολύ, τα έκαψε όλα τα σπίτια και τα δέντρα. Στεναχωριθήκαμε πάρα πολύ που μας το είπε η ίδια, δεν έκαψε μόνο τα σπίτια, πεθάνανε πολοί άνθρωποι και οι συγγενείς τους. Τώρα που είναι μόνη της την προσέχουμε εμείς. Αυτό που σύνεβε στην γιαγιά μου και σε μας ήταν τρομερό, πάει το σπίτι της και συγγενείς της. Γι’ αυτό το τρομερό γεγονός που έγινε κλέγαμε συνεχεια, τι να κάνουμε.
Κατερίνα Πασβάντη
από τις κυλιόμενες
Το τρένο είχε αργήσει και η κοπέλα από τα μεγάφωνα έλεγε ότι θα έρθει με μικρή καθυστέρηση. Κάποιος μεθυσμένος παραλίγο να του πιάσει το πόδι το τρένο και να τραυματιστεί. Περιμέναμε όλοι. Ξαφνικά περνάει ένα τρένο, αλλά το μεγάφωνο είπε ότι δε θα πάρει επιβάτες. Μετά από λίγο πέρασε άλλο τρένο, αλλά και πάλι τα ίδια, είπαν ότι είχε βλάβη και δεν πήρε κανένα. Ήμουν έτοιμη να φύγω μήπως βρω κάποιο ταξί, αλλά επιτέλους μετά από αρκετή ώρα αναμονής το τρένο ήρθε και μπήκαμε όλοι μέσα. Φυσικά ήμαστε σαν σαρδέλες στην κονσέρβα. Εγώ ήμουν λίγο νευρική γιατί είχα αργήσει και όλο κοίταζα το ρολόι. Σκύνει κάποιος και μου ψιθυρίζει στο αυτί: “Κοπέλα, όποιος σκέπτεται πολύ πεθαίνει νέος!” Εγώ δε μίλησα. Απλώς χαμογέλασα. Μου ξαναλέει: “Μη σκέπτεσαι τίποτα και η ζωή είναι ωραία!”
Φτάσαμε επιτέλους. Βγήκα τρεχάτη από το τρένο αλλά είχε σταματήσει από την απέναντι πλευρά. Όλοι πήγαμε να ανεβούμε τα σκαλιά. Ένας κύριος που κρατούσε μια τσάντα, δεν ξέρω πώς, αλλά πήγε από τις κυλιόμενες. Οι σκάλες κατέβαιναν ανάποδα κι αυτός παραπατώντας τις ανέβαινε με αποτέλεσμα να βρίσκεται ολοένα στο ίδιο σημείο. Όλοι άρχισαν τα γέλια και μερικοί προσπαθούσαν να του πουν να γυρίσει από την άλλη πλευρά, αλλά αυτός εκεί, σαν να τα είχε ψιλοχάσει, ο καημένος. Κάποια στιγμή ευτυχώς έκανε στροφή, κατέβηκε και βρέθηκε μαζί με εμάς. Ένα ολόκληρο τρένο, που είχε αδειάσει, τον χάζευε και άρχισε να τον χειροκροτάει.
Κείμενα έδωσαν επίσης οι μαθητές:
Ανθίμου Κατερίνα, προς το παρόν δεν έχω να σας πω κάτι
Βλάχου Ιωάννου, σήμερα είναι Πέμπτη
Βλαχοχριστόπουλος Βασίλης, μου έχει συνβεί να πέσω
Βοτσίδης Γιάννης, έδωσα ως μετεξεταστέος
Γεωργιόπουλος Απόστολος, βρυσούλες είχα στην αυλή
Γυφτοπούλου Χρυσάνθη, θα σταματήσω
Θεμελή Αθηνά, ονομάζεται Άρτα
Καλτσά Μαρία, στην αστυνομία
Κανάκη Ηλιάννα, καλό κουράγιο σ’ εσάς
Κανελλίδου Αγγελική, δραχμή
Κατσούδας Παναγιώτης, κεγοντουσαν τα πάντα γύρο μου
Κελαϊδή Αθηνά, εξάλλου υπάρχουν άνθρωποι πιο μεγάλοι από μένα
Κόσσυφας Πέτρος, η μητέρα μου δε θύμωσε μαζί μου
Κουγιουμτζής Στέφανος, πριν τέσσερα με πέντε χρόνια
Κυριακάκη Άννα, πηγαίνω στο Παίδων
Κωνσταντάκη Παναγιώτα, στη ζωή του καθένα
Λαμπρόπουλος Αντώνης, παράδεισος ή κόλαση;
Λέκου Μαρία, να μην αναφερθεί το όνομα
Μπάρκας Κώστας, οι μέρες περνάν πιο γρήγορα
Μπέλλος Σπύρος, ειπάρχει κατανόηση
Ντόκος Γιάννης, ρεζέρβα σκασμένη
Ντρέου Δημήτρης, ξάπλωσα το μηχανάκι στο δρόμο
Τζαμπατζή Άννα, αντίο Κωστάκη
Τόλια Καλλιόπη, αυτή την εντύπωση είχα
Τσικλής Γεράσιμος, δεν περνάν οι μέρες