Β. Οικονόμου
η ταράτσα
Οι ομιλίες γύρω μου ακουγόντουσαν λες και ήταν από πολύ μακριά. Μα ξαφνικά μια φράση ήχησε στ’ αφτιά μου «πρώτα θα βγει η τελική απόφαση του δικαστηρίου και μετά θα δούμε τι θα κάνουμε με αυτούς». Ποιος είναι αυτός που μιλάει έτσι για τις ζωές μας; Ο πρώτος πολίτης της πόλης, ο άρχοντας, ο εξουσιαστής, αυτός που θα μάτωνε για μας, αυτός που θα χουλιγκάνιζε; Έλεος… Το σούσουρο από τα σχόλια του τρυπούσε τα μηνίγγια. Κάποιοι άρχισαν να βγαίνουν από την αίθουσα. Ήταν οι μπροστάρηδες. Κοιταχτήκαμε και είπαμε ή τώρα ή ποτέ. Έτσι λες όταν περιμένεις ένα προεδρικό διάταγμα που πρέπει να σε βρει να δουλεύεις, όταν έχεις κάνει έναν αγώνα δυο χρόνια, όταν έχεις κάνει 65 μέρες κατάληψη και έχεις κερδίσει τα ασφαλιστικά μέτρα που σου δίνουν τη δουλειά σου, η απόφαση αυτή σε τρελαίνει.
Ξεκινήσαμε λοιπόν πέντε από όλους για τον τόπο του εγκλήματος, τη Δημοτική Επιχείρηση. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει και το κτίριο έμοιαζε να μας καλούσε να ανέβουμε για να γράψουμε, πέρα από την προσωπική μας ιστορία, μια ιστορία για πολλές οικογένειες, στην ταράτσα του. Για πρώτη φορά στην ιστορία της αρχιτεκτονικής είχαμε βρει μια ταράτσα που ασφάλιζε εξωτερικά, με βρύση, ένα μικρό δωματιάκι για τον λέβητα και με καμία πρόσβαση από άλλες ταράτσες. Η ιδανική ταράτσα για να δώσεις το τελεσίγραφο, εάν σε δυο μέρες δε γυρίσουμε όλοι οι εργαζόμενοι στη δουλειά, θα πηδήξουμε.
Λίγο πριν νυχτώσει, χάρη στην εξέλιξη της τεχνολογίας, τα κινητά τηλέφωνα, κάτω από το τριώροφο είχαν μαζευτεί οι συνάδελφοι, για να στηρίξουν αυτόν τον αγώνα και να γράψουν το δικό τους κομμάτι στην ιστορία. Έκλεισαν τη λεωφόρο και μοίραζαν φυλλάδια που έλεγαν ποιοι είμαστε και ότι ζητάμε τη δουλειά μας. Αμέσως το γεγονός μαθεύτηκε με συνέπεια εργαζόμενοι και πολίτες από κάτω και πέντε άνθρωποι στην ταράτσα όχι για να μετρήσουν τα αστέρια, αλλά για να εξασφαλίσουν το ψωμί για την οικογένειά τους. Κοίταξα τον Στέλιο, τον Δημήτρη, τον Σπύρο και την Μαρία. Ήταν βυθισμένοι στις σκέψεις τους χωρίς να μιλάνε. Σήκωσα τα μάτια ψηλά, νόμιζα ότι αν άπλωνα το χέρι θα έπιανα τα αστέρια, η σκέψη ταξίδεψε στο σπίτι μου. Ευτυχώς η κόρη μου έλειπε στην επαρχία και δεν είχε τηλεόραση εκεί που ήταν. Ο γιος μου ήταν σπίτι, ήξερε ότι είχα πάει στο δημοτικό συμβούλιο. Ο ήχος του τηλεφώνου με επανέφερε.
-Μαμά, πού είσαι;
-Στην ταράτσα της ΔΑΤΕΠ, Χρήστο.
-Τι κάνεις εκεί, θα ρίξεις το ρολόι σου να δεις σε πόση ώρα θα φτάσει κάτω;
-Όχι. Είπαμε στο δήμαρχο ότι, αν δε γυρίσουμε στη δουλειά, θα πηδήξουμε.
-Γι’ αυτό δεν θα πάρεις μετάλλιο στην ολυμπιάδα. Θέλεις να έρθω; Ξέρω ότι ποτέ δε θα έβαζες τέλος στη ζωή σου, πάντα λες ότι ο Θεός αποφασίζει γι’ αυτή.
-Καλά το ξέρεις. Είναι κάποιοι όμως εδώ που ίσως να μη λένε το ίδιο για τη δική τους ζωή.
-Εντάξει μαμά, θα περιμένω να γυρίσεις.
Οι ώρες κυλούσαν αργά. Κάτω στο δρόμο φωνές, συνθήματα, κόρνες αυτοκινήτων να σε ζαλίζουν και από την πλευρά της διοίκησης ούτε φωνή ούτε ακρόαση.
Με το χάραμα οι σειρήνες από επτά οχήματα της πυροσβεστικής μάς έκανε να βρεθούμε στα ετοιμόρροπα κάγκελα για να δούμε τι γίνεται. Είχαν έρθει για να μας κατεβάσουν. Ο Δημήτρης φώναξε με όση δύναμη είχε πως αν πλησίαζαν θα έπεφτε. Άρχισαν να οπισθοχωρούν και την θέση τους να παίρνουν τα λινγκ από τα κανάλια της TV. Ο Στέλιος άρχισε να λέει ότι όλα γίνονται για τη δουλειά μας για το δικαίωμά μας στην εργασία. Οι συνάδελφοι από κάτω με το τηλέφωνο, κινητοποιούσαν όλους τους φορείς της πόλης, όλα τα πολιτικά πρόσωπα της χώρας. Σε λίγη ώρα όλα τα μάτια είχαν στραφεί στο Περιστέρι μέσα από την τηλεόραση. Η καρδιά των συμβασιούχων χτυπούσε από αυτή την ταράτσα. Και μαζί με αυτών και η δική μου, γιατί ο Δημήτρης και ο Στέλιος ήταν σε μεγάλη ένταση.
Ο δήμαρχος κατά το μεσημέρι αποφάσισε από το παλάτι του το ΚΥΒΕ να δηλώσει ότι δεν μπορεί να μας δώσει δουλειά. Αυτό έφερε μεγάλη ένταση κάτω στους συναδέλφους και η δήλωση από εμάς ήταν ότι θα περιμέναμε μέχρι το επόμενο βράδυ, μετά ήμασταν αποφασισμένοι για όλα. Όλη η ένταση έκανε το Δημήτρη να πέσει λιπόθυμος εκεί που έκοβε βόλτες στην ταράτσα. Αφήσαμε να ανέβουν δυο γιατροί για να τον εξετάσουν και να του κάνουν καρδιογράφημα. Μας περίμενε μια δύσκολη νύχτα. Τα συναισθήματα ήταν ανάμειχτα, αλλά ήταν και η τελευταία μας ευκαιρία μετά από τόσους αγώνες.
Ξημέρωνε και ήταν το δεύτερο βράδυ χωρίς ύπνο και μας περίμενε μια μέρα πάλι, με πολύ ζέστη και ένταση. Αν και ήταν ακόμα πρωί, ο Στέλιος είχε βγάλει την μπλούζα του γιατί ήταν μούσκεμα και την είχε απλώσει στο καλώδιο της κεραίας που υπήρχε στην άκρη της ταράτσας. Κοίταζε τη λευκή μπλούζα και το μυαλό ταξίδευε σε όμορφες στιγμές που είχα ζήσει από παιδί. Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα έτσι, αλλά αυτό που ξέρω είναι ότι έπαθα σοκ όταν γύρισα το βλέμμα και είδα τον Δημήτρη πεσμένο στα σίδερα της ταράτσας και τις φλέβες στο χέρι του να πετούν αίμα. Άρπαξα την μπλούζα και έτρεξα φωνάζοντας «ένα γιατρό, γρήγορα…» δεν μπορούσα να σταματήσω το αίμα. Όλοι στην ταράτσα μαζευτήκαν γύρω του και κάτω στους συναδέλφους γινόταν πανικός, όλοι φώναζαν δεν θέλουμε μια δουλειά βαμμένη με αίμα και έκλαιγαν. Ήρθε ένας γιατρός και άρχισε να του ράβει το χέρι, εκεί στην ταράτσα, γιατί δεν κατέβαινε με τίποτα κάτω. Του κρατούσα το χέρι και η Μαρία έκοβε την κλωστή σε κάθε ράμμα. Νόμιζα ότι τα δάκρια έτρεχαν στα μάγουλά μου, αλλά τα μάτια μου ήταν στεγνά. Έκλαιγε μέσα η καρδιά μου. Ο Στέλιος πήρε την κόκκινη πια μπλούζα και από την ταράτσα την πέταξε κάτω στους άλλους λέγοντας πως πάλι με αίμα γίνεται ένας αγώνας. Όπως κυμάτιζε πέφτοντας χανόταν μαζί της κάθε όμορφη στιγμή που είχα σκεφτεί πριν.
Μετά από αυτό και με την πίεση κάποιων υπουργών ο δήμαρχος αποφάσισε να πάμε όλοι για δουλειά την επόμενη μέρα. Ξαφνικά βρέθηκε δουλειά για μας και η τηλεόραση θα έπαιζε μόνο το γάμο του Χατζηνικολάου και όχι τον επίλογο των συμβασιούχων μιας ταράτσας.
Οι άλλοι άρχισαν να κατεβαίνουν. Κοίταξα γύρω και νόμισα πως η ταράτσα άνοιγε όπως όταν γίνεται σεισμός και ανοίγει το έδαφος, δεν μπορούσα να κουνηθώ. Το χέρι της Μαρίας με τράβηξε προς τη σκάλα. Όταν κατέβηκα οι συνάδελφοι με αγκάλιαζαν και με φιλούσαν. Μπήκα στο αυτοκίνητο ενός, πάνω απ’ όλα φίλου, που με κοίταξε και μου είπε ότι κάποτε, κάποιος πέρασε με το άλογό του πάνω από μια παγωμένη λίμνη και μετά όταν του είπαν τι κατάφερε, έπαθε ανακοπή και πέθανε. Δεν ξέρω γιατί μου το είπε αυτό, όμως ξέρω ότι δεν θα μπορούσα να ξαναζήσω κάτι ανάλογο και ότι εδώ και ένα χρόνο δεν έχω ανέβει σε ταράτσα, όχι μόνο για να μετρήσω τα αστέρια, αλλά ούτε για να απλώσω ρούχα.
Βασίλειος Κυριακόπουλος
όταν είσαι μικρός
Όταν εισαι μικρος αντιλαμβάνεσαι την αγαπη των μεγαλυτερων με τον να σου μιλήσει κάποιος μεγάλος το να σου διδάξει την αγάπη και το να σε βοηθήσει να πιστέψεις την ορθοδοξια πριν βαπτιστείς ορθόδοξος χριστιανός με το να σου λέει καλά λόγια – λόγια αγάπης- να σου μετά δίδει τις γνώσεις του για το καλό και για τους τρόπους να δείξεις την αγάπη σου. Και με το να σου λέει για ανθρώπους που αγάπησαν πολύ στη ζωή τους και πως έδειξαν αυτή την αγάπη τους, να σου λέει για την αγάπη του θεανθρώπου που δέχτηκε να σταυρωθεί από τους ανθρώπους για να φανερώσει στους ανθρώπους την αγάπη του λυτρώνοντας τους με το Σταυρό του και τη θυσία του (πάνω σ’ αυτόν) απ’ τις αμαρτίες τους τους ανθρώπους. και με τη σειρά του ο άνθρωπος που λέει αυτά να σου φανερώνει την αγάπη του παίζοντας σε και χαριζοντας σου δωράκια μετά όμως απο το ότι σου έχει μιλήσει και σου έχει χαρίσει την αγάπη του ηρεμώντας σε με αυτές τις αλήθειες για την αληθινή ζωή που σου έχει πει όλλα τα άλλα σου φαίνονται μικροπράγματα αλλά όταν βλέπεις την αγάπη που μ’αυτή σου τα χαρίζει τα δέχεσαι χαίρεσε και πέζεις λες πως δεν σε ξέχασε και χαίρεσαι γιατί το δέχεσαι σαν ελεημοσύνη δηλαδή σαν πράξη που βγαίνει απο την αγάπη του και σου δείχνει με αυτό τον τρόπο τη πραγματοποίηση όσων σου έχει πει και ότι βγαίνει μέσα από τη ζωντανή πίστη του. Αυτός ήταν ο παπούς μου όταν τον έχασα ένοιωσα πως έχασα τον πατέρα μου που με είχαι υιοθετήσει μέσω των λόγων του και μέσω της αλήθειας. Βέβαια υπάρχουν και άλλοι που σου δείχνουν την αγάπη τους είται φέρνοντάς τους φαγητό μέσω της δουλειάς τους είται μιλώντας σου λίγο αλλά όταν αυτοί είναι ο πατέρας σου και η μάνα σου και κοιτάζουν πώς να δουλέψουν και όχι να σου μιλήσουν για την αλήθεια όπως ο παπούς μου, όχι με βαρύς όρους αλλά ανάλαφρα, φυσικό είναι να μην υπάρξει τόσο μεγάλο δέσιμο μαζί τους γιατί δεν σου έχουν δώσει τόσο πολύ τον εαυτό τους. Και ας έχουν κουραστεί απ’ τη δουλειά. Έτσι όπως το σκέφτονται για σένα βέβαια ίσως να έχουν μεγάλη ανάγκη για δουλειά και να μην μπορούν παραπάνω. Να ανταπεξέλθουν δηλαδή στις ανάγκες που δημιουργούνται τις ψυχολογικές και τις πνευματικές του παιδιού γι’ αυτό μπορούν να δείχνουν την αγάπη τους αφήνοντας τα παιδιά τους σε ανθρώπους που ξέρουν και μπορούν να γεμίσουν αυτές τις ανάγκες όπως εμένα ο παπούς μου.
Όμως πρέπει να προσπαθούν να μαθένουν και να μεταδίνουν και έτσι την αγάπη τους δηλαδή πνευματικά. Γιατί ναι, υπάρχουν και μπορούν οι μεγάλοι να σου δώσουν την αγάπη τους μαθαίνοντας σε πράγματα όπως τα σχολικά μαθήματα, φιλοσοφία ίσως και άλλες γνώσεις όπως μουσική ή αθλητικές γνώσεις αλλά αν αναλωθούν παραπάνω για να σου δώσουν αυτές τις γνώσεις και όχι τις πνευματικές γνώσεις με ηρεμία και ΑΓΑΠΗ τότε σου κάνουν κακό γιατί δεν σου δημιουργούν πνευματικές ανατάσεις πιο βαθειές αλλά μένουν στις εξωτερικές και επίσης το κακό γίνεται μεγαλύτερο όταν γίνεται αυτό σε παιδιά που έχουν συνιθίσει τις πνευματικές αυτές ανατάσεις αλλά και στα άλλα παιδιά γιατί η καρδιά τους τις αναζητεί με τον καιρό δυστηχώς το συνηθιζουν να μην έχουν τις πνευματικές αυτές ανατάσεις και μετεπειτα μπορεί να το μεγαλώνουν όσο μεγαλώνουν τα παιδιά ηλικιακά το κακό αυτό χτυπώντας τους εαυτούς τους ενώ χτυπούν την εκκλησία και τους άλλους ανθρώπους με οτιδήποτε τρόπο ή και μόνο χτυπώντας τους εαυτούς τους με τα λάθη τους ή και την απληστεία τους στο να κάνουν υλικά τη ζωή τους όλο και καλύτερη (υποτίθεται) χωρίς να σκεύτονται να χρησιμοποιήσουν τα υλικά τους για το καλό του πνεύματός τους της ψυχολογίας τους ή και απλώς μη χρησιμοποιώντας τις εξωτερικές γνώσεις τους υπέρ της πνευματικότητάς τους.
Χριστίνα Γκινάλα
τα μαθήματα που έμεινα 4
Είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου που βρισκόμαστε στην αρχή του καλοκαιριού και δεν αισθάνομαι αυτή τη μεγάλη χαρά που ένιωθα άλλες φορές. Ο λόγος; Σε ηλικία 24 χρονών και μετά από 4 συνεχόμενα χρόνια στο νυχτερινό λύκειο κατάφερα επιτέλους να πάρω το απολυτήριο, ή πτυχίο, όπως θέλουν να αποκαλούν εκείνοι που δεν υπολόγισαν ποτέ τους ταλαίπωρους, εργαζόμενους μαθητές που άλλο ξεκίνησαν να πάρουν και τώρα άλλο τους δίνουν. Απολυτήριο λοιπόν και σχολείο τέλος! Τέλος, με πιάνει κάτι μ’ αυτή τη λέξη. Περίμενα αυτή τη μέρα πώς και πώς, τώρα γιατί; Γιατί αφήνω πίσω 4 χρόνων αναμνήσεις.
Θυμάμαι τη μέρα που σταμάτησα το σχολείο σε ηλικία 16 χρονών. Είχα πάει στην πρώτη λυκείου και στο τέλος είχα κοπεί σε 4 μαθήματα (με φροντιστήρια. Αχ! Φουκαριάρα μάνα τι πλήρωνες αφού ήμουν στόκος) 4 μαθηματάκια λοιπόν, μαθηματικά (που είχα πάντα απ’ το γυμνάσιο ακόμα 8) φυσική, χημεία, αρχαία. Μόλις είδα την καρτέλα που ήταν τοιχοκολλημένη σχολείο, δίπλα στ’ όνομά μου ν’ ακολουθεί ολόκληρος σιδηρόδρομος μαθημάτων, νόμιζα ότι με χτύπησε κεραυνός. Στη σκέψη και μόνο ότι όλο το καλοκαίρι εγώ θα διάβαζα όλα αυτά τα μαθήματα, όπως τις 2 προηγούμενες χρονιές που έμενα μαθηματικά συνέχεια, ε, τότε ήρθε κι η αστραπή. Το θέμα όμως δεν ήταν το τι καιρικά φαινόμενα ένιωθα εγώ, το θέμα είναι τι φαινόμενα θα ένιωθαν αργότερα οι δικοί μου όταν θα τους φανέρωνα τα αποτελέσματα. «Η Ρένα, δίπλα, πέρασε με 19, ο Κώστας πέρασε, η Μαρία, ο…, η… και πάει λέγοντας. Θα με αρχίζανε και θα τελειώνανε… όταν περίπου θα είχα κάνει και το δεύτερο παιδί μου. Όχι! Έπρεπε να σκεφτώ.
Στη διαδρομή απ’ το σχολείο σπίτι τα έφτιαξα όλα στο κεφάλι μου. Ναι! Θα πρέπει απαραιτήτως να γυρίσω σπίτι πρησμένη απ’ το κλάμα, δε μπορεί θα συγκινηθούν θα με λυπηθούν και δε θα με ζαλίσουν με τις επιδόσεις των γειτόνων και των συμμαθητών μου. Ξεκίνησα από το δρόμο να πιέζω τον εαυτό μου, να κρατάω τα μάτια ανοιχτά μπας και δακρύσουν. Τίποτα! Και δω λέμε ότι έπρεπε να κλάψω πολύ, όχι απλά να δακρύσω. Άρχισα να σκέφτομαι τις πιο δραματικές ταινίες που ‘χω δει μπας και συγκινηθώ. Ανώφελο! Είχα φτάσει στα σκαλιά του σπιτιού μου, ας πάω κι ό,τι βρέξει ας κατεβάσει. Αχ! σωστές ελληνικές παροιμίες πόσο δίκιο έχετε! Τι καιρό θα έκανε στο σπίτι μου μετά την άφιξή μου;
Άνοιξα την πόρτα και γλίστρησα σα ποντίκι μα δυστυχώς με είδε ο γάτος, η μάνα μου που σιδέρωνε και περίμενε πώς και πώς τ’ αποτελέσματα. «Τι έγινε Χριστινάκι μου;» Αυτό ήταν, ούτε ταινίες χρειαζόμουν ούτε κανένα άλλο κόλπο, μου έφτασε το ανυπόμονο βλέμμα της μάνας για να λιώσω στο κλάμα. Κι όσο σκεφτόμουν τι ιστορία είχε φτιάξει το διεστραμμένο μυαλό μου τόσο να στενοχωριέμαι, τόσο να κλαίω. Μόλις με είδε έτσι πέταξε το σίδερο και μ’ αγκάλιασε. Δεν της είπα πολλά, τον αριθμό μόνο, 4. Τα μαθήματα που έμεινα, 4. Κι όσο τα έλεγα τόσο δεν μπορούσα να κρατήσω τα δάκρυα που έτρεχαν σαν χαλασμένες βρυσούλες. «Μη στενοχωριέσαι, μου ’λεγε, θα διαβάσεις και θα τα περάσεις». Τι; Αυτό ήταν που με πείραζε σε όλη την υπόθεση. Ήξερα ότι και να διαβάσω άσε ότι δεν επρόκειτο να τα περάσω, θα έμενα και την άλλη χρονιά, και την άλλη, κι όλα τα καλοκαίρια μες τα βιβλία. Είχα τρελαθεί! Μια σκέψη γύριζε συνέχεια στο κεφάλι μου, που είχε αρχίσει να με πονάει απ’ το κλάμα. «Σταματάω» της είπα. Προσπάθησε να με μεταπείσει αλλά είχα πάρει την απόφασή μου. Ήθελα να μη ξανασχοληθώ με τίποτα πια στη ζωή μου, αισθανόμουν μια άχρηστη. Αυτό ήταν πολύ όμως για τη μάνα μου, δε θ’ ανεχόταν κανένα να πει άχρηστο το μονάκριβο κοριτσάκι της (εγώ είμ’ αυτό). Έκατσε λοιπόν και μου είπε 100 επαγγέλματα, εγώ απλά θα διάλεγα ένα κι εκείνη θα μ’ έγραφε κατευθείαν στη σχολή. Μετά από δυόμισι ώρες συζήτησης κατέληξα στη φωτογραφία! Τα δάκρυα είχαν σταματήσει γιατί πλέον ένιωθα πολύ μακριά την απειλή του σχολείου.
Τελείωσα και τη σχολή, έπιασα και δουλειά στο στοιχείο μου. Κάτι όμως… κάτι έλειπε. Μετά από 4-5 χρόνια ένα μεγάλο κενό ένιωθα. Ήταν το απολυτήριο που δεν πήρα ποτέ; ήταν οι αναμνήσεις της πενταήμερης που δεν υπήρξαν ποτέ για μένα; Ήταν το λύκειο! Δεν το σκέφτηκα και πολύ, πήγα σπίτι και τους το ανακοίνωσα. Με κοιτούσαν με μάτια γεμάτα απορία και σταυροκοπιόντουσαν. «Αλήθεια σας λέω θα πάω νυχτερινό». Όταν επιτέλους με πίστεψαν χάρηκαν τόσο πολύ που με έβαλαν να υπογράψω κι ένα χαρτί ότι δε θα τα ξαναπαρατήσω.
Δεν ήταν λίγες οι φορές που αισθάνθηκα τόσο κουρασμένη απ’ το σχολείο κάθε βράδυ, χειμώνα-καλοκαίρι κι όχι μόνο εγώ αλλά κι όλοι οι συμμαθητές μου. Κάθε θρανίο κι ιστορία. Μαθητές από 20 μέχρι 40 άλλοι παντρεμένοι με παιδιά, άλλοι αρραβωνιασμένοι, άλλοι δούλευαν πρωί κι άλλοι βράδυ. Άλλοι δούλευαν σ’ εργοστάσια και κοιμόντουσαν στην τάξη, άλλοι απλοί επισκέπτες, άλλοι στο στρατό, όλοι ενωμένοι όμως για ένα κοινό σκοπό, το απολυτήριο, για ένα καλύτερο μέλλον!
Στο νυχτερινό λύκειο πέρασα 4 χρόνια γεμάτα με ό,τι μπορεί να αισθανθεί ένας άνθρωπος, χαρά, λύπη, σεβασμό, κακία, ανία, γέλιο, θυμό, καρδιοχτύπι. Οι πολύτιμες αναμνήσεις που έχω απ’ τη δική μου πενταήμερη, καθηγητές που μας σεβάστηκαν και μας βοήθησαν. Το πιο σημαντικό όμως απ’ όλα είναι η αγάπη. Η αγνή αγάπη που νιώθω για τους φίλους που βρήκα στα 23 μου χρόνια.
Την τελευταία μέρα του σχολείου κάναμε ένα αποχαιρετιστήριο πάρτι χορέψαμε ασταμάτητα αγκαλιασμένοι όλοι μαζί και ‘γω, καθώς έφερνα γύρω-γύρω τα μάτια μου στους αγαπημένους μου φίλους και συμμαθητές αναρωτιόμουν αν άραγε σε 5 ή 10 χρόνια θα ήμασταν ακόμα έτσι ή δε θα ξανασυναντιόμασταν ποτέ!
Εύη Τσόπελα
εντελώς μόνοι μας
Είμαι 19 στα 20. Αν και λίγο περίεργα που νιόθω αυτή τη στιγμή θα σας πω πώς θέλισα να διαλέξω την διακοσμιτική σαν επάγκελμα για το μέλον. Από μικρή μου άρεσε να κάνο παιχνίδια με τα χρώματα γιαφτό και τα αγαπημένα μου είναι το ροζ, το γαλάζιο και το μάβρο. Μου άρεσε να φιάχνω πάντα μώνη μου κάτι δικόμου χορής να με βοϊθάει κάποιος άλος και να το διακοσμό έτση όπος εγώ πίστευα πος μπορούσε να αντιπροσοπέψει κάπια δικά μου χαρακτιριστικά ή όπος αλιός μποριτε να το πιτε.
Στους τιχους του δοματίου μου έχουμε φτιάξει αστέρια, άλα μεγάλα και άλα μικρότερα και στο ταβάνι έχω ένα κατακίτρινο μισοφέγγαρο. Η διακόσμιση του δοματίου μου είναι η ψυχηκή γαλίνη που μου έλιπε και που τώρα μέσω αυτού του τρώπου έχει ισέλθει και μέσα μου. Τα χρώματα είναι ευχάριστα και τα ηπόλιπα έπιπλα του δοματίου τακτοπιημένα έτση όστε να έχω χόρο και να νιώθο άνετι και ελέυθερει, και όχι λες και βρίσκομε σε κλουβί.
Ελπίζω να προχορίσω με το σχολίο μου και να πάρο το δίπλομα μου ως διακοσμίτρια, γιατι αυτό είναι που περιμένο για να βάλο σε εφαρμογί τον μεγαλίτερό μου στόχο και το όνοιρό μου πραγματικότητα.
Μακρίνα Γεωργίου
μικρά ποιήματα
Τίποτα δεν άφησα στη μάνα μου να γράψει.
Τις έσκισα όλες τις ετικέτες απ’ τα τετράδιά της
και τώρα τα ψάχνει.
Γράφει επάνω μου το παραμικρό
και εγώ
μικρή μουντζούρα,
λερώνω τους άσπρους τοίχους της ζωής μου.
Τις ώρες τους περνούνε πάνω στο κρεβάτι.
Όχι γυμνοί.
Ντυμένοι παίζουν τα παιχνίδια τους. Στον ύπνο
τους, κυνηγάει ο ένας τα όνειρα του άλλου, μπας
και τις αιτίες βρει, και όλο λυγμοί τους βγαίνουν
αφήνοντας σιωπηλά σημάδια όλο το πρωί.
Πρέπει να μαζέψω τη λευκή μπουγάδα απ’ το μπαλκόνι
μου. Πρέπει να απλώσω τη μαύρη γιατί έχουμε πένθος.
Πάλι κάποιος γνωστός κρεμάστηκε. Πάλι σε άλλους χρόνους θα
μιλάνε. Πάλι τίποτα δεν μας γλιτώνει απ’ αυτές τις
στιγμές. Η λύτρωση, το σχοινί, η τρέλα, η ταμπέλα;
Μηδέν στη ζωή παίρνω.
Καθόλου δεν τη γνωρίζω και ούτε θέλω.
Μόνο το σπίτι μου στα μαύρα θα τυλίξω
και όλα θυμίζουν κακό παραμύθι. Δεν το έχω!
Μου το δίνουν, το παίρνω, και συνεχίζω έτσι.
Σιχαμένε κόσμε μου. Δεν χρειάζεται να γράψω
ημερομηνία γιατί δεν υπάρχει. Δεν υπάρχει γαλήνη
στη φύση μου. Ποια χαρούμενα τραγούδια και ποια
αλήθεια θα ανεβάσουν την ψυχή μου εκεί που της
ταιριάζει; Ησυχία και σιωπή εκεί που προχωράω
τώρα και τοίχοι με μαύρες πέτρες θεόρατες χωρίς
πόρτες.
Μάνος Μιχαηλίδης
κόρη σε κουζίνα
το μήλο χρύσιζε στο φως
που βίαζε το παράθυρο της κουζίνας-
το ψυγείο πάλλευκο βουνό
μ’ ένα κόκκινο κεντητό τσεμπέρι στο κεφάλι,
έστεκε παγωμένο –
νερό σε μάρμαρο η βρύση,
ζωή να κυλά στο σιφόνι –
το πλυντήριο είναι
ένας λευκός, καθαρός, τετράγωνος δικαστής
πίσω απ’ το τεράστιο μονόκλ του –
κόρη γερμένη στο δροσερό τραπεζομάντηλο
γυμνωμένη
γεμίζει τα πεσμένα ποτήρια –
στέγνωνε ο άνεμος το χώρο
φυσώντας και σηκώνοντας χαρτοπετσέτες
και μαλλιά - -
ρεβίθι
Διέσχιζα διαγωνίως την Κατεχάκη
Με μια σκέψη σα ρεβίθι-
Μικρή,
Σκληρή,
Ατελώς σφαιρική,
Γεμάτη εξογκώματα,
στυφή-
Έπρεπε να την έβαζα στη σόδα αποβραδίς
να μαλακώσει-
Η άσφαλτος το ίδιο σκληρή στα καινούρια μου παπούτσια-
«Βίος αβίωτος, φίλε μου», σκέφτηκα-
Και νέες εκδικήσεις αίφνης έκαναν το αίμα να χοχλάσει
Και την καρδιά να αντλήσει απότομα-
Η λίστα αναζήτησης νέων στόχων και επιδιώξεων μίκρυνε προοδευτικά μέχρι
που χάθηκε σε κάποιον υπόνομο της Μεσογείων,
ενώ στο άμοιρο τούτο σώμα πλήθαιναν τα δόντια και τα νύχια
εις βάρος των οστών-
τελευταία επιθυμία
Αύριο ο Ίγκορ θα πεθάνει. Οι στρατιώτες του εχθρού θα φτάσουν απ’ τον κάμπο στον λόφο, θα κυκλώσουν το χωριό, θα βρουν το σπίτι που κρύβεται και θα τον σκοτώσουν. Στην αντίθετη περίπτωση τα βασανιστήρια θα είναι τρομερά. Η ησυχία που επικρατεί λίγο πριν βραδιάσει σ’ ένα χωριό όπου όλοι έχουν σκοτωθεί τον κάνει να χαμογελάει αμήχανα.
Μαζί του έχει γάτες, ιώδιο και οινόπνευμα, ξηρά τροφή για δύο μέρες, νερό για τέσσερις και καθόλου τσιγάρα. Τα πυρομαχικά δεν θα φτάσουν ούτε για μισή ώρα κι η καραμπίνα έχει στραβώσει. Το πολυβόλο είναι για μεσαίες αποστάσεις και ζεσταίνεται γρήγορα στη συνεχόμενη χρήση. Είναι τραυματισμένος στο αριστερό του μπράτσο, όχι σοβαρά, όμως αυτό τον κάνει να ανασαίνει βαρύτερα. Ακούγεται ένας ρόγχος.
Δίπλα του πεσμένος ο Ίλιε, νεκρός δύο ώρες περίπου. Έχει αρχίσει να βρομάει. Του πήρε κάτι σπίρτα από την τσέπη του χιτώνιου. Παραδίπλα ο Γιαν, έχει ένα άδειο πακέτο στην τσέπη του. Έξω από το σπίτι υπάρχουν καμιά εικοσαριά νεκροί και άλλοι έξι-οκτώ στα πάνω πατώματα. Η καταστροφή συνέβη γιατί δεν εκτελέστηκαν οι εντολές κατά γράμμα. Πέντε σε κάθε πάτωμα και οι υπόλοιποι έξω με τρία-τέσσερα μέτρα απόσταση ο ένας από τον άλλον καλυμμένοι όπως μπορούσε ο καθένας, περιμένοντας τις ειδικές δυνάμεις του εχθρού. Αποδεκατίστηκαν μέσα σε λίγη ώρα. Τότε ο Ίγκορ έκανε τον ψόφιο για να γλιτώσει. Για πόσο όμως ακόμα δεν ξέρει. Μια νύχτα του μένει σίγουρα. Αν τον συλλάβουν, το μόνο που είναι υποχρεωμένος να πει είναι ο βαθμός –λοχίας- και το τάγμα που ανήκει -12ο ασυρματιστών- τίποτε άλλο. Προς το παρόν το μόνο που τον νοιάζει είναι να φύγει, να βρει ένα μέρος να κοιμηθεί.
Τη νύχτα, στον ύπνο του, έβλεπε τον εαυτό του συνέχεια σ’ έναν σταθμό τρένου, όπου περίμενε να φύγει για κάποιο ταξίδι μεγάλο, υποτίθεται, και άναβε συνεχώς τσιγάρο. Τώρα που ξύπνησε το ζητάει αλλά δεν το βρίσκει.
Μόλις έχει αρχίσει ν’ ανεβαίνει ο ήλιος. Σηκώθηκε και πήγε στο παράθυρο να δει τον ήλιο και είδε τον εχθρό. Πολύ περισσότεροι απ’ όσο μπορούσε να φανταστεί απλώνονται σε μια μεγάλη έκταση και φτάνουν προς το λόφο χωρίς την υποστήριξη απ’ τον αέρα. Βάζει τα χέρια στις τσέπες. Δε φοβάται. Νιώθει ένα δέος που για κάποιον που ξέρει, που έχει κάνει κάτι παρόμοιο κι έχει βρεθεί στην ίδια θέση, ακόμα κι αν είναι στην αντίπαλη πλευρά, είναι φυσικό να το νιώθει. Επιθεωρεί το αντίπαλο στράτευμα σαν να ήταν αυτός ο στρατηγός, ο επικεφαλής που επιβλέπει την επιχείρηση για την κατάληψη του λόφου. Φουσκώνει από υπερηφάνεια για την ετοιμότητα, την αποφασιστικότητα και το θάρρος των στρατιωτών της 4ης στρατιάς για την οποία πάντα ήταν περήφανος.
Στην άκρη του ματιού χτύπησε ένα άσπρο χαρτί σε μια γωνιά: ένα τσιγάρο. Έσκυψε και το πήρε. Το γυρνάει στα χέρια του. Προλαβαίνει δεν προλαβαίνει.
Κακουλίδου Κυριακή
το μουσκεμένο της πρόσωπο
Το αυτοκίνητο σταμάτησε έξω από το πατρικό μου σπίτι. Κατέβηκα, έκανα δυο βήματα και στάθηκα. Η γνώριμη μυρωδιά του γιασεμιού ερέθισε τα ρουθούνια μου όπως τότε. Μια πνοή ανέμου κούνησε τα γέρικα κλαριά της νεραντζιάς. Ήταν το καλωσόρισμά της στο παιδί που κάποτε την είχε πληγώσει χαράζοντας τον κορμό της. Έκανα μερικά βήματα ακόμα. Με το χέρι μου ακούμπησα το φαγωμένο ξύλινο σώμα της. Ένα δάκρυ άρχισε να κυλά στα μάγουλά μου. Οι αναμνήσεις ξεδιπλώνονται η μια μετά την άλλη. Σε κείνο το σημείο θυμάμαι στεκόμουν όταν είδα για τελευταία φορά τον πατέρα μου και τον αδελφό μου. Σε κείνο το σημείο μου φώναξε η μάνα μου μετά το χαμό τους να μη φύγω. Με την ανάστροφη του χεριού μου σκούπισα τα δάκρυά μου. Πλησίασα την αυλόπορτα, την έσπρωξα και μπήκα. Όλα ήταν ίδια ή σχεδών ίδια. Δεξιά ο μεγάλος πλάτανος έστεκε περίφανος όπως και τότε. Πόσες φορές δε με νανούρισε η μητέρα μου κάτω από τη σκιά του. Θυμάμαι όταν ανεβαίναμε με τον Κωστή τον αδελφό μου στα κλαριά του και κοιτάζαμε μακριά με τις ώρες. Και όταν αποκαμομένα κατεβέναμε, ξαπλώναμε στην αιώρα που είχε φτιάξει ο πατέρας μου από κουρελούδες κοιτάζοντας τις ακτίνες του ήλιου που παιχνίδιζαν μέσα από τα φυλλόματα μέχρι να μας πάρη ο ύπνος. Αριστερά το μεγάλο ξύλινο τραπέζι. Εκεί μαζευόντουσαν την Κυριακή του Πάσχα όλοι οι συγγενείς και οι φίλοι αστειευόντουσαν και γελάγανε τρώγοντας και πίνοντας. Μετά ο πατέρας μου έλεγε. Βρε γυναίκα πες μας ένα τραγούδι. Τότε η μητέρα μου άρχιζε με την γλυκιά της φωνή να τραγουδά. Σε λίγο το γλέντι άναβε και ο χορός έπερνε και έδινε. Ακόμα θυμάμαι το χορό του Κωστή που χοροπηδούσε σαν κατσίκι γύρο γύρο. Τον καημένο τον Κωστή, ήθελε να γίνει ναυτικός, να γυρίση τον κόσμο. Στα χέρια του πάντα είχε ένα χάρτινο βαρκάκι. Όταν έβρεχε και οι σταγόνες σχημάτιζαν ρυάκια στον δρόμο, εκείνος έβρισκε ευκερία να κάνει τα ταξίδια του από το ένα άκρο του δρόμου στο άλλο ξανά και ξανά. Στα δεκαοχτώ του μπάρκαρε με ένα φορτηγό πλοίο. Ήταν χαρούμενος που το όνειρό του θα γινώταν επιτέλους πραγματικότητα. Θα γνώριζε τον κόσμο, θα πήγαινε στα μεγαλύτερα λιμάνια, θα γνώριζε ανθρώπους από άλλες χώρες με άλλες παραδόσεις. Σε ένα ταξίδι του στην Σιγκαπούρη μια φοβερή καταιγίδα ξέσπασε. Θεόρατα κύματα σήκωναν ψηλά το βαπόρι και το πέταγαν σαν καρυδότσουφλο στην αγριεμένα θάλασσα. Ο άνεμος λυσομανούσε και η βροχή μαστίγωνε τα πρόσωπα των ναυτικών. Το φορτείο στα αμπάρια του πλοίου μετατοπίστεικε το καράβι πήρε κλήση. Ένα μεγάλο κύμα χτύπησε το γέρικο σκαρί. Μετά ένα άλλο και το πλοίο βούλιαξε. Χάθηκε στην μανιασμένη θάλασσα. Κανείς δεν πρόλαβε να σωθεί. Πήρε μαζί του 24 ναυτικούς μαζί και τον Κωστή. Δυο μήνες μετά το χαμό του αδελφού μου ο πατέρας μου μην μπορώντας να σηκώσει βάρος του θανάτου του αρρώστησε. Μέρες καιγόταν στο πυρετό, τα μάτια του μέρα και νύχτα μέναν ορθάνοιχτα κοιτάζοντας το ιδιο πάντα σημείο. Ξεψύχησε φωνάζοντας το όνομά του.
Τις αναμνήσεις μου ήρθε να διακόψει ένα απότομο στρίγλισμα της πόρτας. Γυρνόντας το κεφάλι μου αντίκρισα την Μάνα μου να με κοιτά γεμάτη συγκίνηση. Τα μαλλιά της ήταν κάτασπρα πια και από τα μάτια της έτρεχαν δάκρυα που κυλούσαν στο χαραγμένο από τα χρόνια πρόσωπό της. Έτρεξα κοντά της, με το χέρι μου άρχισα να χαϊδεύω τα μαλλιά της το πρόσωπό της τα χέρια της. Κλαίγοντας έπεσα στην αγκαλιά της. Μέσα στους λυγμούς και στα αναφιλητά άκουσα την φωνή της να μου λέει, κόρη μου έμεινα μόνη. Σήκωσα το μουσκεμένο της πρόσωπο με τα χέρια μου και ψιθύρισα, μήναμε μόνοι.
για το 7ο τεύχος κείμενα έδωσαν οι μαθητές
Αβέζοβα Μαρία BMX κόκκινο, πεθαίνουν κάποτε τα αντικείμενα που έχουμε αγαπήσει; κουβέντα σε προσωπικό επίπεδο, Ασλαμαΐδου Έφη τους αντέχεις; Διαμαντοπούλου Αγγελική τους αντέχεις; γιατί να μην υπάρχει; τώρα ξέρω Θεοχάρης Γεώργιος κατασκευή ανθρώπου, Ιωαννίδης Νίκος έχω βαρεθεί αυτό το μπουφάν, Κακουλίδου Κυριακή ακούω το ξεκίνημα της νταλίκας, καπετάν Νικόλας Καπουτσή Ευαγγελία προχθές το πρωί έβρεχε, Κονδράρου Σοφία γιατί να μην υπάρχει; όταν ο ουρανός, Κυριοπούλου Μαρία ο Πλάτωνας και οι άλλοι, ένα μικρό ταξίδι, ευτυχία, Ματθιουδάκη Παναγιώτα ταξιδεύοντας στον ουρανό, Μπολανάκη Δέσποινα πώς τους αντέχεις; πεθαίνουν κάποτε τα αντικείμενα που έχουμε αγαπήσει; Μωραΐτη Σταματία προσπαθώ να θυμηθώ, γιατί να μην υπάρχει, η γκάφα, Νεοφωτίστου Νίκη κρατάω 3 υπέροχα παιδάκια, Ντίμο Γιούλιαν τα λεγόμενα κλαμπάκια, Νυδριώτη Κατερίνα γιατί να μην υπάρχει; τους αντέχεις; πεθαίνουν κάποτε τα αντικείμενα που έχουμε αγαπήσει; το χθες και το σήμερα, Παπαδάκη Βίκυ ένα φαρμακάκι, Σωτηριάδου Μαίρη γιατί να μην υπάρχει, Τάκη Γεωργία το ρολόι, Τόλιος Γιάννης όλα όσα θέλουμε είναι μέσα μας, Τσόπελα Εύη μια μέρα από το πρωί μέχρι το βράδυ
φωτογραφία εξωφύλλου: Heinrich Zille (1858-1929
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου