Τεύχος αφιερωμένο
στον ποιητή
Γιώργη Παυλόπουλο,
που μας υποδέχτηκε ανοίγοντας
μια τεράστια πόρτα
(η πόρτα όμως ήταν ήδη ανοιχτή).
Μάνος Μιχαηλίδης
πάνω
Ένα πρωί ο κύριος Κ. ξύπνησε από δυνατά χτυπήματα στην πόρτα. Άνοιξε και τότε βρέθηκε μπροστά στο δέμα που σαν από καιρό περίμενε. Ήταν ένα καφέ πακέτο τυλιγμένο με ζουλιγμένο, μαλακό, καφέ χαρτί. Δεν είχε φιόγκο το δέμα, άρα δεν ήταν δώρο λοιπόν. Ήταν δεμένο σταυρωτά με ένα σχοινί σαν αυτά που στα λιμάνια κρατάνε οι ναυτικοί. Έσκυψε το πάνω μέρος του σώματός του –γόνατα αλύγιστα- για να το πιάσει. Είχε τόση αγωνία και λαχτάρα! Το δέμα ήταν τοποθετημένο πάνω στον κήπο στο χαλάκι πάνω στο σκαλάκι πάνω στον κήπο πάνω στην πόλη, σε μια αφιλόξενη πόλη, που για πρώτη φορά από τότε που απολύθηκε από το ναυτικό τον δέχτηκε στην αγκαλιά της χάρη στο σοβά που έπεσε από πάνω του, δίπλα από το φως της εξώπορτας, προσγειώνοντάς τον στο δέμα-μαξιλάρι, απαλά.
Άγγελος Φέτσης
βλέπω ένα περίπτερο
Πάρκο στην πόλη, συννεφιά και ψιλή βροχή κι απ’ την λεωφόρο περνάνε και κάνα δυο αυτοκίνητα σιγά σιγά και με την μεγαλύτερη επιφυλακτικότητα. Το τσιγάρο δεν λέει να τελειώσει, να φύγω επιτέλους να πάω να κλειστώ σ’ αυτό το σπίτι μου να τελειώνουμε. Δεν γουστάρω να δω κανέναν. Βλέπω ένα περίπτερο, πάω να πάρω τσιγάρα κι ακούω μια φωνή να μου λέει «Πού πας;» «Πάω να πάρω τσιγάρα κι έρχομαι», «Θα έρθω κι εγώ μαζί σου». Προχωράμε κι εγώ νιώθω σαν να φορτώθηκα ένα καινούριο βάρος. Τώρα η Τζένη θα είναι μαζί μου για τις επόμενες, τουλάχιστον, δυο-τρεις ώρες και θα πρέπει και να μιλάω μαζί της, για τι; Για ποιο θέμα; Πού θα πάμε; Τι θέλω εγώ εδώ μαζί της; «Πού θα πάμε;» με ρωτάει εντελώς χαρούμενη κι εγώ σκέφτομαι το τίποτα σε σχέση με το σχεδόν πουθενά… Πρέπει να ηρεμήσω «Πρέπει να ηρεμήσεις» μου λέει σιγά. Την άτιμη… την ίδια κουβέντα βρήκε να πει; «Πάμε απέναντι από το πάρκο; Έχει ένα πολύ ωραίο καφέ. Μ’ αρέσει και η μουσική», της λέω με την σιγουριά ενός κινέζου τρομπετίστα στην Φιλαρμονική του Βερολίνου, σίγουρος πως θα της αρέσει η πρότασή μου. «Μπορούμε να πάμε και στο Θησείο ή στου Ψυρρή. Έχει κουκλίστικα μαγαζιά εκεί». Την τύχη μου μέσα, άντε να πάμε «Πάμε», της λέω και μπαίνουμε στο ταξί. Τώρα την κοιτάζω, είναι όμορφη, εγώ είμαι πολύ εκνευρισμένος. Μωρέ εκνευρισμένος ας είμαι, μίζερος να μην είμαι, αυτό δεν ήθελα ποτέ μου. Μου το έλεγε κι ο πατέρας μου. Πού να’ χει πεθάνει κι αυτός τώρα…
«Μήπως δεν ήθελες να βγούμε;» μου λέει κάπως επιφυλακτικά. Ωχ, μεγάλε, τώρα μίλα να δούμε… ευτυχώς παίζει τώρα ένα τραγούδι του Σινάτρα. Αυτό με βοηθάει να σκεφτώ. Τελικά το μαγαζί είναι πράγματι πολύ καλό και παίζει τζαζ. Δεν το ήξερα. Όλοι μπορούν να έχουν καλές ιδέες κάπου κάπου. Εγώ είμαι σκορπιός, συνήθως δεν έχω καλές ιδέες και το χειρότερο απ’ όλα, δεν βγαίνω συχνά… «Δεν θα μου απαντήσεις;» επιμένει… και με το δίκιο της. «Συγγνώμη»… και προσπαθώ να σχηματίσω ένα καλό χαμόγελο από κείνα τα καλά, τα ωραία, που αρέσουν στις γυναίκες και σε βρίσκουνε γλυκούλη κι όλα τα σχετικά «Απλά σήμερα δεν είμαι και πολύ καλά. Είμαι νευρικός και…» λίγο αποβλακωμένος «Νευρικός με μένα;» «Όχι με σένα, αν και σε ξέρω λίγο». Μπαα… τα παρατάω, της λέω για τη μουσική κι αυτή δέχεται ευγενικά και ήσυχα την αδυναμία μου να εξηγήσω την συμπεριφορά μου. Μπορεί να αισθάνεται άσχημα… δεν είναι εύκολο να έχεις απέναντί σου έναν τύπο που δεν μπορείς να τον πλησιάσεις με τίποτα. Σκέφτομαι τους βοσκούς στο Θιβέτ που φτιάχνουν ένα τυρί που είναι ανάρπαστο και πανάκριβο, στα πολυτελή εστιατόρια στη Νέα Υόρκη, ίσως και αλλού. Σκέφτομαι να συνεχίσουμε μετά τη βραδιά μας κάπου αλλού. «Θέλεις να συνεχίσουμε τη βραδιά μας κάπου αλλού;» της λέω σίγουρος για το ναυάγιο που θα επακολουθήσει και για το χαμένο κορμί που έχει απέναντί της. Κοπάνα την, λέω στον εαυτό μου, και εκείνη φεύγει για την τουαλέτα. Έχω κάνα δεκάλεπτο καιρό για να αποφασίσω με ποιο τρόπο θα την κάνω να μη θέλει να με ξαναδεί στα μάτια της μέχρι τα επόμενα Νόμπελ Αστροφυσικής. Γυρίζει εκθαμβωτική. Πώς να πεις όχι σ’ αυτή την ομορφιά;
Ρούλα Μακρυγεωργάκη
αφή κανδηλίων
Από μικρή έβλεπα τον κόσμο, τους ανθρώπους διαφορετικά από τους άλλους. Είχα μέσα μου έντονη την ανασφάλεια και με τρώγανε πολλές φοβίες. Αυτό χειροτέρεψε πολύ όταν απέκτησα τα δυο παιδιά μου. Έγινα μητέρα πολύ μικρή κι αυτό με γέμισε πολλές ευθύνες. Ο μεγαλύτερος φόβος μου ήταν πάντα ο θάνατος, όχι τόσο για μένα, όσο για τους δικούς μου ανθρώπους. Έτρεμα στην ιδέα και μόνο ότι θα πάθουν κάτι. Κι όμως, σαν η μοίρα να το έκανε επίτηδες, και ήρθε η ώρα που αναγκάστηκα εκ των πραγμάτων να πιάσω δουλειά στο νεκροταφείο. Η δουλειά μου είναι η αφή κανδηλίων μόνο. Δεν έχω άμεση επαφή με τους νεκρούς, γιατί αν ήταν διαφορετικά δεν θα μπορούσα να το αντέξω. Θυμάμαι τον εαυτό μου πόσο πολύ υπέφερα τον πρώτο καιρό που έπιασα δουλειά εκεί. Τότε ξεκίναγα το πρωί και αντί να δουλέψω γρήγορα να τελειώσω κάποια στιγμή –γιατί ο αριθμός των κανδηλίων που έπρεπε να αναφτούν ήταν συγκεκριμένος- εγώ κοίταζα τις φωτογραφίες και τις ηλικίες των νεκρών και έκλαιγα συνέχεια. Αν μάλιστα ήταν νέοι ή νέες, τότε ήταν που αρρώσταινα πραγματικά. Σκεφτόμουν πώς να πέθαναν τόσο νέοι, πόσα όνειρα θα είχαν για τη ζωή τους! Σκεφτόμουν πως για μια ατυχή στιγμή χάνεις τη ζωή σου και όλα σου τα όνειρα τελειώνουν, σβήνουν μαζί με τη ζωή που φεύγει από μέσα σου. Δεν μίλαγα με κανένα δικό τους αν τύχαινε να τους συναντήσω, γιατί δεν ήθελα να μάθω τι έφταιξε, τι έπαθαν και είχε κοπεί έτσι ξαφνικά το νήμα της ζωής τους. Βαρέθηκα να βλέπω το μαύρο χρώμα. Όλοι εκεί μέσα φοράνε μαύρα, έχουν δακρυσμένα μάτια και βλέμμα απλανές. Κάποιες φορές για να ξεφεύγω, γιατί δεν είχα κανένα να μιλήσω –ανάλογα με τη διάθεσή μου φυσικά- μίλαγα στους ίδιους τους νεκρούς. Όταν πήγαινα στον κάθε τάφο, ώσπου να ανάψω το καντήλι, τους μίλαγα. Άλλοτε απλά έλεγα «γεια σου κυρά-Μαρία» ή «γεια σου κύριε Γιώργο μας» ή άλλες φορές τους έλεγα αστεία που τα άκουγα μόνο εγώ βέβαια. Και μάλλον όλο αυτό γινόταν για να καταπολεμήσω τη θλίψη μου.
Τώρα όλα αυτά έχουν περάσει βέβαια. Τώρα πάω κάθε πρωί και είναι σαν να πηγαίνω σε μια οποιαδήποτε κανονική δουλειά. Τώρα δεν κοιτάω ηλικίες και φωτογραφίες, τώρα υπάρχει μόνο το καντήλι στο οπτικό μου πεδίο. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι το έχω ξεπεράσει. Όταν ανάβω σ’ ένα τετράγωνο και βλέπω ότι έρχεται σ’ αυτό το μέρος κηδεία, φεύγω γρήγορα γιατί δεν μπορώ ούτε να τους ακούω ούτε να τους βλέπω. Το ίδιο και όταν γίνεται εκταφή, φεύγω κατευθείαν και συνεχίζω αργότερα τη δουλειά μου στο συγκεκριμένο μέρος.
Τώρα έπαψα να κλαίω συνέχεια, αλλά ακόμα στενοχωριέμαι πάρα πολύ και επηρεάζομαι όταν πρόκειται για κάποιο νέο. Μέσα σ’ αυτόν τον χώρο ήρθα πιο κοντά στο Θεό. Υπάρχει παντού η παρουσία του. Κυρίως τις ημέρες τις γιορτινές, όπως είναι τα Χριστούγεννα και το Πάσχα, σε κυριεύει ηρεμία, καλοσύνη και πίστη ότι πρέπει να προσπαθείς συνέχεια να γίνεις καλύτερος άνθρωπος. Δεν ξέρω αν υπάρχει κόλαση ή παράδεισος, αλλά εκεί μέσα το νοιώθεις ότι ναι, πράγματι υπάρχει, και ότι πρέπει να είμαστε καλοί άνθρωποι γιατί δεν ξέρουμε πότε θα έρθει εκείνη η ώρα που ξαφνικά όλα θα τελειώσουν και θα έχεις αφήσει πίσω σου μόνο κακία.
Εκεί μέσα δουλεύω 8 χρόνια τώρα. Αυτή η δουλειά με βοήθησε να γίνω καλύτερος άνθρωπος, αλλά με έχει κάνει να υποφέρω και πάρα πολύ επίσης. Θέλω να πιστεύω ότι κάποια στιγμή θα μπορέσω να φύγω από εκεί. Είναι ένας άλλος κόσμος, τρομαχτικός αλλά και ήρεμος, θλιβερός αλλά και γαλήνιος. Δεν θέλω όμως να είμαι εκεί, θέλω να είμαι μέσα στη ζωντάνια και την χαρά!
Πολυξένη Μήλια
με κεμπάπ;
Τρία παιδάκια έκανε η στέρφα τούτη μάνα.
Το’ να το κάνει ηθοποιό, το άλλο μπαλαρίνα,
στο τρίτο το μικρότερο, του παίρνει μια καντίνα.
Και ο πελάτης μίλησε και ο πελάτης λέει:
-Πιάσε μικρέ ένα βρόμικο και μια πατάτες γύρο.
Να πάρω κάτι για να πιω; Δε θα’ χω να πληρώσω.
-Και πώς το θέλει ο κύριος το βρόμικό του να’ ναι;
-Το θέλει να’ ναι με κεμπάπ; να’ ναι με γαλοπούλα;
Ή μήπως με κοτόπουλο ψημένο με τη σούβλα;
-Βάλε ένα με κοτόπουλο μα να’ ναι αλανιάρα.
-Έχω εδώ τα πιο καλά, όλα ‘πο το χωριό μου,
θρεμμένα μες στην εξοχή, στον καθαρό αέρα.
-Ας είναι κι από την αυλή κι ας είναι κι αλανιάρα.
Κώστας Γερονικολόπουλος
μικροκαμωμένη
Τρεις φίλοι εκαθόντουσαν πάνω σε μηχανάκια.
Εκεί που συζητούσανε, το κινητό χτυπάει
και ήταν η πεντάμορφη, η μικροκαμωμένη,
που τους ανήγγειλε με μιας πως φτάνει το καράβι,
εκείνο που την έφερνε κοντά τους μια για πάντα.
Και τους το τόνισε αυτό, πως ήταν ορκισμένη,
σ’ αυτόν που πρώτος θα’ φτανε μες στο λιμάνι πρώτος,
σ’ αυτόν που θα την άγγιζε, δικιά του θα γινόταν.
Κι έτσι εξεκινήσανε την κόρη ποιος θα φτάσει.
Ο πρώτος πήγε από Θηβών.
Ο δεύτερος εγκάζωσε, τον Κηφισό να πάρει.
Οι δυο παρακαλούσανε Τροχαία να μην ίδουν
κι ο τρίτος, ο μικρότερος, ξάφνου εξηφανίστη.
Μυστήριο δρόμο πήρε αυτός, πρώτος να συναντήσει,
την όμορφη πεντάμορφη, τη μικροκαμωμένη.
Όπου κι αυτή σιγά-σιγά όλο κι αγωνιούσε
και τα χεράκια τρέμανε, σιγά-σιγά ιδρώναν,
γιατί κρυφό είχε λογισμό, τον έναν αγαπούσε,
Τον ένανε τον πιο μικρό, τον τρισχαριτωμένο.
Και προσευχή στην Παναγιά έκανε για εκείνον,
να είναι εκείνος που θα μπει μες στο λιμάνι πρώτος.
Και βλέπει δύο μηχανές να έχουν σταματήσει
και χειροπέδες βάζανε στα χέρια τους οι μπάτσοι.
Μες απ’ το πλήθος πρόβαλε ο τρισχαριτωμένος,
την πήρε, την αγκάλιασε, την έκανε δική του.
Και φύγανε οι δυο μαζί να κάνουν τη ζωή τους,
που σίγουρα θα ήτανε και τρισχαριτωμένη.
Μάνος Μιχαηλίδης
Μπαγκ-ουτότ
Ανέβαινα, λέει, κάτι χωμάτινες σκάλες. Ήμουν κατά κάποιο τρόπο υποχρεωμένος να το κάνω, αλλά το ήθελα κιόλας. Οι σκάλες ήταν γύρω από ένα κτίριο –κάτι σαν κάστρο μεσαιωνικό- τούβλινο σε σημεία και με πλίνθους όλο καφέ χρώμα. Τα παραθυρόφυλλα κλειστά. Δε θυμάμαι πού ήμουν πριν ή σε ποια περιοχή βρισκόμουν. Οι αποχρώσεις του καφέ στο κτίριο ήταν πολύ έντονες. Ανέβαινα και τα σκαλιά ήταν σε άλλα σημεία από σκληρό χώμα και σε άλλα από χώμα μαλακό, ώστε το πόδι μου βούλιαζε μέσα τους και χρειαζόταν να καταβάλλω τη διπλάσια προσπάθεια για να ανέβω.
Δεν παραπονέθηκα ποτέ καθόλη τη διάρκεια. Δεν κοίταξα ποτέ πίσω, ούτε δεξιά μου κάτω στη χαράδρα που κατά έναν περίεργο όσο και ενδιαφέροντα τρόπο γνώριζα ότι υπήρχε. Δε με ένοιαξε ποτέ το βάθος της.
Σε κάποια σημεία του κτιρίου είχαν φυτρώσει πρασινίλες και βλαστοί. Οι σκάλες ήταν αρκετά στενές, ωστόσο σε κανένα σημείο δε φοβήθηκα μην τυχόν χάσω την ισορροπία μου. Είχα μια ανεξήγητη για μένα αποφασιστικότητα και αυτοπεποίθηση. Πίστευα ότι κάνω το σωστό. Κάποιες στιγμές ξαπόσταινα σταματώντας για δευτερόλεπτα κοιτάζοντας ίσα πέρα τη χιονισμένη κορυφογραμμή που απλώνονταν μπροστά στα έκθαμβα μάτια μου. Ανάμεσα σε μένα και την κορυφογραμμή η ατμόσφαιρα ήταν διαυγής. Φυσούσε απλά ένα ελαφρύ αεράκι.
Σε ένα σημείο της ανόδου μου είδα ένα σκυλί κουλουριασμένο στα δεξιά μου. Όσο ανέβαινα έκανε περισσότερο κρύο. Σκέφτηκα πως θα ήταν καλύτερα να μιλήσω πρώτος στο σκυλί για να του δείξω την καλή μου πρόθεση, γιατί αν αυτό ξυπνούσε και επειδή τα σκυλιά από τη φύση τους έχουν μια ιδιαίτερη αίσθηση ορισμού του χώρου τους, θα μου ορμούσε. Άρχισα λοιπόν να του μιλάω ‘τι είναι ρε…’. Σφύριζα κοφτά και ρυθμικά ‘πού ’σαι ρε…’.
Το σκυλί άνοιξε τα μάτια του ελαφρά και μόλις με είδε γύρισε το κεφάλι του προς το μέρος μου και μου έδειξε τα κοφτερά δόντια του πλαισιωμένα από ένα στόμα που έσταζε και από τις δύο άκρες σάλια. Το σκηνικό συμπλήρωνε ένας βρυχηθμός σαν πριν από επίθεση.
Συνέχισα να μιλάω στο ζώο. Μιλούσα γλυκά και τρυφερά και έκρυβα το φόβο που με είχε παραλύσει. Τελικά το σκυλί γύρισε από την άλλη πλευρά –κάτι σαν να δήλωνε παραίτηση- και ξανακουλουριάστηκε. Συνέχισα να ανεβαίνω και γυρίζοντας μια ματιά πίσω είδα ότι δε με ακολουθούσε. Έμεινα ήσυχος.
Ανεβαίνοντας ένοιωθα πιο έντονα το κρύο για δύο λόγους. Βρισκόμουν σε αρκετά μεγάλο ύψος και είχα αρχίσει να κουράζομαι. Παρόλα αυτά δεν εγκατέλειπα την προσπάθειά μου.
Λίγο πριν την κορυφή, λίγο πριν το πλάτωμα που τόσο αποζητούσα για να ξεκουραστώ, ένα σκαλί χωμάτινο καφέ υποχώρησε σα χάρτινο κάτω απ’ τα πόδια μου. Κρατήθηκα από μια εξοχή του κτιρίου –κάτι σαν κλαδί- και σηκώνοντας το αριστερό μου πόδι πολύ ψηλά πάτησα στο από πάνω σκαλί. Καταβάλλοντας υπερπροσπάθεια και αψηφώντας τον κίνδυνο να βρεθώ στο κενό (που δεν είχα ιδέα πόσο βαθύ ήταν) κατόρθωσα και ξεπέρασα κι αυτό το εμπόδιο.
Βρισκόμουν τώρα δυο σκαλιά πριν το πλάτωμα. Το έβλεπα μπροστά μου. Ήταν ένα δάσος. Είχε πάρει να βραδιάζει, αλλά το έβλεπα καθαρά. Όλα τα έβλεπα καθαρά.
Ξαφνικά πάγωσα. Το δάσος αποτελούνταν μόνο από συστοιχίες βαθυπράσινων κυπαρισσιών πανύψηλων και μυτερών που θαρρείς τρυπούσαν τον ουρανό. Στο χωμάτινο έδαφος ανάμεσα στους κορμούς έβλεπα άυλες μαύρες φιγούρες-σκιές ανθρώπινων όντων. Διαγράφονταν τα χαρακτηριστικά τού περιγράμματός τους πολύ καθαρά. Κοπέλες με μακριά μαλλιά, κουρελήδες άνδρες… Όλοι σε μια διαρκή, αέναη κίνηση σε ακαθόριστη κατεύθυνση, όπως ακριβώς τα άτομα των μορίων στην ατμόσφαιρα. Τα στόματα ανοιγόκλειναν σε άρρυθμους κύκλους ψελλίζοντας λόγια σε μια ακαταλαβίστικη για μένα γλώσσα. Τρόμαξα.
Η κάμερα δείχνει εμένα δυο σκαλιά πριν το τέλος της προσπάθειας, δυο σκαλιά πριν το πλάτωμα. Στέκομαι. Άνεμος φυσά στο σώμα μου. Ρούχα σε τυχαίες πτυχές. Πίσω δε θα γύριζα με τίποτα. Μπροστά φοβόμουν. Αριστερά το κτίριο-κάστρο. Δεξιά γκρεμός.
Έμεινα εκεί με μια αίσθηση ότι το πλάτωμα ήταν νεκροταφείο, να κοιτάζω τη χιονισμένη κορυφογραμμή, που συμβόλιζε την ευτυχία μου, στα δεξιά μου.
Ανάμεσα σε μένα και την κορυφογραμμή η ατμόσφαιρα είχε τώρα μια υποψία ομίχλης…
Κυριάκος Καραΐσκος
είπε κάτι στα αρχαία
Ένα καλοκαίρι που δεν είχα πάει διακοπές και είχα μείνει στη βρόμικη και αποπνηκτική ατμοσφαιρα της Αθήνας, σκέφτηκα να κάνω κάτι που δεν είχα κάνει μέχρι τότε. Σκέφτηκα να επισκεφτώ την Ακρώπολη και στη συνέχεια των Παρθενώνα για να δω και γω από κοντά τι κάνουν όλοι αυτή οι άνθρωποι που πάνε εκει.
Έτσι λοιπόν την τρίτη 10/8/01 πήγα στην Ακρώπολη. Εκεί γνώρησα τον Θωμά, ένα παιδί που τα ήξερε όλα… αν και φυσηκά δεν μπορό να πω το αντίθετω γιατί εγώ δεν τα πηγαίνω καλά με τα αρχαία. Ενώ είχαμε γυρίσει σχεδόν όλη την Ακρώπολη και είχαμε γνωριστεί αρκετά καλά, πήγαμε κατά το μεσημεράκι για ένα καφέ για να ξεκουραστούμε κιόλας μια και η τσιμεντούπολη ονόματι Αθήνα είχε ανεβάσει το θερμόμετρο στους 40ο. Ενώ λοιπόν πίναμε τον καφέ μας και μιλάγαμε, βλέπω δίπλα μου κάποια στιγμή να κάθεται μια ξανθιά με γαλανά μάτια, προσόν είδολο για κάθε άντρα. Από κείνει την ώρα δεν ξεκόλησα τα μάτια μου από πάνω της, όταν κάποια στιγμή ο Θωμάς -κατάλαβε ότι δεν τον προσέχω- μου είπε να πάω να της μιλήσω… Εγώ δίστασα να κάνω κάτι τέτοιο και τότε ο Θωμάς σηκώθηκε και πήγε προς το μέρος που καθόταν και τις είπε κάτι στα αρχαία. Αυτή απάντησε με τον ίδιο τρόπο (πράγμα που δεν μ’ άρεσε) και στη συνέχεια σηκώθηκε και ήρθε και κάθισε μαζί μας. Την έλεγαν Νάντια και ήταν πολύ ωραίο και καλό κορίτσι.
Μετά από ένα μήνα έφυγε για Αγγλία γιατί σπούδαζε, δυστυχώς. Με τον Θωμά δεν μπορό να πω ότι γίναμε φιλαράκια γιατί δεν τον καταλάβενα και πολύ και όσο για την Ακρώπολη καλή είναι για τους άλλους. Φυσηκά στον Παρθενώνα δεν πήγα ακόμη αλλά κάποιο καλοκαίρι σίγουρα θα πάω. Ίσως γνωρίσω κάποια Νάντια που δεν θα σπουδάζει
Απόστολος Γεωργιόπουλος
τρόλεϋ 12
Έφυγα από τον Πλάτωνα και βγήκα στη Λένορμαν στάση Κάδμου, στο δρόμο βρήκα κατακρεουργημένα φυτά και πεταμένα, δεν ήταν η πρώτη φορά άλλωστε, ούτε η τελευταία, βρήκα κι ένα δερμάτινο, τι χαρά! Μερικά μάτια με κοιτούσαν απορημένα. Στη στάση κάπνισα 3 τσιγάρα. Εντωμεταξύ έβλεπα μόνο τρόλεϋ γεμάτα και απορούσα που ήταν συνεχόμενα σαν τραίνο με κεραίες.
Στο τέταρτο τσιγάρο ρώτησα για το Α 13, άλλωστε ήμουν φορτωμένος βαριά, ψυχικά, σωματικά και μου είπαν πως τα λεωφορεία είχαν απεργία, και αμέσως σκέφτηκα δεν έχω εισιτήριο, έτσι και μπει ο ελεγκτής θα του πω ότι κάνω κι εγώ απεργία στα εισιτήρια, κι άμα μου πει γιατί, γιατί είμαι απ’ την Ηλεία – ή την Ικαρία.
Ευτυχώς ακόμα δεν έχει μπει και ηρεμώ ακούγοντας στ’ αυτιά μου το πρωινό ξύπνημα των κοτσυφιών και έχοντας στα μάτια μου την ανατολή κοντεύω να φτάσω, είμαι στη Θηβών. Κάποτε ήταν μεγάλοι ευκάλυπτοι φυτεμένοι, τώρα απόμειναν κούτσουρα ακρωτηριασμένα. Έλα, δύο στάσεις ακόμα, τώρα είμαι στου μαχαραγιά, κάποτε ήταν κι αυτός μαχαραγιάς. Έλα και κοντεύω στη στάση αστυνομία, ο οδηγός κοιτάει, κατεβαίνω, ευτυχώς χωρίς τον ελεγκτή (και να ήταν, στ’ ….. μου!). Φτάνοντας σπίτι Δαναών και Αδμήτου 21 τα χέρια μου τρέμουν από αγανάκτηση και κούραση. Περνώντας ο κυρ-Βασίλης ο ξυλουργός λέμε καλημέρα τι κάνεις κ.τ.λ.π., καθώς ανηφόριζε φώναζα ο κόσμος έχει τρελαθεί, δε βλέπει, ακρωτηριάζουν τα φυτά!
Ένα δάκρυ έφυγε απ’ τ’ αριστερό μου μάτι.
Παναγιώτης Φράγκος
κατέβηκαν
Ρίχναμε πολλή πεζοπορία, ορειβασίες σε βουνά, σε απότομα σημεία για να μπορέσουμε να κόψουμε τις φωτιές εκεί πέρα και βοηθούσαμε λίγο με ό,τι μπορούσαμε τα ίδια τα πυροσβεστικά. Λεγόμαστε αερομεταφερόμενοι πυροσβέστες γιατί μας μεταφέρανε με ελικόπτερα στις φωτιές…
Τραυματισμοί φυσιολογικοί και ελάχιστοι, αν υπολογίσουμε τις γρατζουνιές ή, ξερωγώ, αχ! ξερωγώ, με τσίμπησε μια μέλισσα, και τέτοια πράγματα, ας πούμε. Αυτό βέβαια το αποδεικνύει και το ότι όταν τα πήρε η πυροσβεστική, η οποία ήταν εκπαιδευμένη για φωτιές πόλεων να μη μπορέσει να αντεπεξέλθει και να καούνε πάνω από 5 πυροσβέστες την πρώτη χρονιά που πήραν τις δασικές φωτιές από τη δασική. Η πυροσβεστική ήταν απροετοίμαστη, τους τη δώσανε γύρω στον ένα μήνα πριν ξεκινήσει η αντιπυρική περίοδος, δεν προλάβαν να κάνουνε τίποτα, ούτε καν να κάνουν κάποιο σεμινάριο, να εκπαιδευτούνε πάνω στο θέμα της δασικής φωτιάς και το πώς λειτουργεί η φωτιά μέσα στο δάσος.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα όχι μόνο να καούνε δικοί τους, εννοώ πυροσβέστες, μόνιμοι, αλλά και είχαμε και δύο θύματα δικά μας, όπου είχανε πάει σ’ ένα δασαρχείο, σ’ ένα νησί, δε θυμάμαι τώρα ποιο ήταν το νησί αυτό, και με την εντολή του πυροσβέστη κατέβηκαν σε χαράδρες, που εμείς και από την εμπειρία μας και από τις εκπαιδεύσεις μας ξέραμε ότι οι χαράδρες δεν ενδείκνυνται για τέτοια πράγματα, γιατί εκεί σε κυκλώνει η φωτιά και δεν έχεις από πού να φύγεις, με αποτέλεσμα να καεί μια κοπέλα, ο αρραβωνιαστικός της και ο επικεφαλής πυροσβέστης.
Αυτό είναι το δυστυχώς της υπόθεσης. Τα παιδιά θα μου πείτε είχανε την εμπειρία, άρα θα ’πρεπε να το ‘χαν προβλέψει αυτό. Το δυστυχώς είναι ότι του είπανε, αλλά όταν ο επικεφαλής δίνει μια εντολή, τότε είσαι υποχρεωμένος να την εκτελέσεις, ειδάλλως χάνεις τη δουλειά σου…
* (απόσπασμα από απομαγνητοφωνημένη αφήγηση)
Δ. Π.
σαν βρυκόλακας
Μια μερα όπως ολες της άλλες συγκεκριμενα μια νυχτα όπως ολες η άλλες ξεκινησαμε μια παρεα από αγορια για να βγουμε σε καποιο ξενυχταδικο το οποίο βρησκοταν στη θεσσαλονικη (όπως μπορουμε να καταλαβουμε ειχαμε παει μια εκδρομη). Λεγοταν PRIME. Εκει είχε πολύ κοσμο και όπως φανικε περασαμε πολυ καλα εκεινο το βραδυ. Ξενυχτισαμε και κατά της 6.00 το πρωί ξεκινησαμε για το ξενοδοχειο το οποιο ηταν μεν φθηνω αλλα πολύ καλο: φαγαμε πρωινο και προχωρίσαμε για τα δοματιά μας. Ο συγγατικός μου είχε παρει κατι από το μαγαζι. Αυτό ηταν μια ωραια κοπελα και επρεπε σαν καλο παιδι να κοιμηθω καπου αλλου.
Και το φοβερο γεγονός για μενα ηταν ότι από της 7.00 μεχρι της 12:00 κυκλοφορουσα σαν βρυκολακας στο ξενοδοχειο στο λιμανι και πολυς κοσμος με κοιταζε περιεργα με το δικιο τους κιολας.
Ευτυχως που στο ξενοδοχειο είχε ένα τζακουζι και πηγα και εκατσα εκεί για καμια ωρα και χαλαρωσα. Τη να πω, σημβενουν και στης καλυτερες οικογενειες.
Μιχάλης Μιχαήλ
εγκλωβισμένος
μία πάνω μία κάτω
έφτασε να πιάσει πάτο
τα λεφτά σου τα καημένα
πέσαν σε χαρτιά καμένα
αλλά εσύ εκεί
παίζεις με βαρύ χαρτί
κι άντε τώρα να κερδίσεις
απ’ τον πάτο να γλιστρήσεις
και η φτώχεια μεγαλώνει
και εσένα σε αγχώνει
αν θ’ ανέβει η εθνική
αν θα πέσει η εμπορική
κι άντε τώρα να πουλήσεις
μήπως ψίχουλα κερδίσεις
μα η πίτα είναι μεγάλη
και υπάρχουν παπαγάλοι
γι’ αυτό τράβα τα λεφτά σου
για να βρεις και την υγειά σου
για το 5ο τεύχος έγραψαν οι μαθητές:
Απόστολος Γεωργιόπουλος τρόλεϊ 12, Μάνος Μιχαηλίδης μπανγκ-ουτότ, πάνω, οριζόντια, απόδραση, Άγγελος Φέτσης βλέπω ένα περίπτερο, Πολυξένη Μήλια με κεμπάπ; Αντώνης Κουραχάνης 3 φριχτοί τρομοκράτες, Κώστας Γερονικολόπουλος τον έναν αγαπούσε, Ρούλα Μακρυγεωργάκη αφή κανδηλίων, Παναγιώτης Φράγκος κονδύλια, Δ.Π. σαν βρυκόλακας, Κυριάκος Καραΐσκος είπε κάτι στα αρχαία, Μιχάλης Μιχαήλ ο εγκλωβισμένος, Κυριακή Παπαδοπούλου η Ρία καθόταν, Αλεξάνδρα Ρηγοπούλου ακόμη και τα χρώματα της άνοιξης, Μανόλης Μαγκλής έπεσε μια κοπέλα ματωμένη, Μαρία Δεναξά η έλξη ήταν αμοιβαία, Θεόδωρος Μπότσας με διάθεση ανεβασμένη, Μανόλης Τερζάκης ήντα να κάμω τση καρδιάς, Γιώργος Μπάρλας η πρώην που χαθήκαμε, Θωμάς Κουγιούτας μια από τις κινητήριες δυνάμεις, Κατερίνα Μαυράκη στο ύψος των περιστάσεων, Σοφία Τρανουλίδου εμπειρία δύο ατόμων, Γιώργος Δημητριάδης σε λίγο έρχεται και ο καφές, Ηλίας Σαμαράς περιστατικό, Αγγελική Ντιντίφα καταλάθος έγινε, Ουρανία Χατζηγιαννακού αφέθηκα ελεύθερη, Γεωργία Γεωργιοπούλου ευτυχία, Στέλιος Αναστασάκης ένας τρομερός εφιάλτης έρχεται να επισκευάσει τα όνειρά μου.
στις συναντήσεις της λογοτεχνικής ομάδας συμμετείχαν ακόμα οι μαθητές:
Μαρκέλλα Κουφουδάκη, Βασίλης Μαραγκουδάκης, Αναστασία Φραντζικινάκη, Κατερίνα Μαυράκη, Βασιλική Μέξα, Χρήστος Πάσχος, Θωμάς Κουγιούτας, Σταμάτης Μπεκιάρης, Άγγελος Φέτσης, Μάνος Μιχαηλίδης, Κώστας Ράικος, Απόστολος Γεωργιόπουλος, Αθηνά Ρωμανιά.
στη συνάντηση για το εξώφυλλο συμμετείχαν: Κυριάκος Καρούνης-Γκάρος, Πολυξένη Μήλια, Άγγελος Φέτσης, Σταμάτης Μπεκιάρης.
άλλα «Νυχτερινά» γεγονότα:
επίσκεψη στον ποιητή Γιώργη Παυλόπουλο στον Πύργο Ηλίας (Κυριακή 4.4.2004)
φωτογραφίες:
Οι φωτογραφίες του 5ου τεύχους έχουν φιλοτεχνηθεί από τους μαθητές της Β τάξης εφαρμοσμένων τεχνών στα πλαίσια των δραστηριοτήτων του εργαστηρίου φωτογραφίας υπό την καθοδήγηση του καθηγητή Χρήστου Ταβουξόγλου.
Ξένια Μήλια (σελ. 1, 10).
Κώστας Γερονικολόπουλος (εξώφυλλο και σελ. 3 ).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου