Τευχος 6ο, Ανοιξη 2005



Μάνος Μιχαηλίδης

 

συζήτηση αποχωρισμού

 

η ματαιότητα όσων ποτέ ένιωσα

κρύφτηκε στα μάτια σου

που κοίταζαν χαμηλά

μάλλον κάποια λεπτομέρεια του μεταλλικού τραπεζιού

που κρατούσε δυο καφέδες

δυο νερά

ένα τασάκι

και την καρδιά μου στα τέσσερα πόδια του για να μείνει σταθερό.

 

 

παραλληλισμός με τα πράγματα

 

στο μετρό με ένα κάρο αγνώστους.

κι είμαι άγνωστος στους γνωστούς.

στους φίλους ξένος.

σ’ όσους αγάπησα πραγματικά αδιάφορος.

 

στέκομαι ακίνητος κι ανίκητος – νομίζω – απ’ το χρόνο.

μετρώ τα μετρό καθώς περνούν και χάνονται στα τούνελ

κάνοντας έναν ακόμα ηλίθιο παραλληλισμό των πραγμάτων με τη ζωή μου…

 


Σοφία Κονδράρου

 

γράμμα στον παράδεισο

 

Αγαπημένε μου μπαμπά είμαι καλά και το ίδιο επιθυμώ και δια σε. Έλαβα το γράμμα σου και χάρηκα που είσαι καλά. Με συγκίνησαν τα γλυκά σου λογάκια μπαμπά μου «Σοφίτσα μου πουλάκι μου, γράψε μου ένα γραμματάκι με τα χρυσά σου χεράκια, περιμένω ο μπαμπάκας σου».

Συχώρεσέ με που άργησα να σου γράψω. Είμαστε όλοι καλά. Ο Γιωργάκης, η Βούλα, τα εγγόνια σου, η γλυκιά σου γυναικούλα. Μου λείπεις αγαπημένε μου πατερούλη, είσαι πολύ μακριά και τα φτερά μου μικρά για να φτάσει κοντά σου η καρδιά μου. Κοιτάζω τις φωτογραφίες σου και σε καμαρώνω, είσαι τόσο όμορφος με περισσή υπερηφάνεια, με αγέρωχο ύφος, ένας σπουδαίος άντρας και εγώ πατέρα μου ακούω τα λόγια που μου ’λεγες «να είσαι καλό κορίτσι, ν’ ακούς τη μαμά σου. Θέλω να είσαι μεγάλη στο μυαλό, κάθε βήμα σου να ρίχνεις μια ματιά στου πατερούλη σου τις φωτογραφίες και να ορκίζεσαι πως θα γίνεις αντάξια κόρη μου, τότε θα κάνεις τον πατερούλη σου ευτυχισμένο».

Ξέχασα να σου πω… στη γιορτή σου κάναμε μεγάλο γλέντι. Ήρθαν να σε τιμήσουν με την παρουσία τους οι φίλοι σου, οι φίλοι σου οι αγαπημένοι, εκείνοι οι φίλοι σου πατέρα μου που σ’ αγαπούν, που πήραν από σένα πράγματα, που αγάπησαν την ομορφιά της ψυχής σου. Θέλω να βρω τις πιο όμορφες λέξεις του κόσμου να σου πω… μία όμως έρχεται στο μυαλό μου, πατερούλη: σ’ αγαπώ…

Τα καφτά δάκρυα που καίνε τα μάγουλά μου να γίνουν δροσερό νερό για σε, καλέ μπαμπά μου…

Η κορούλα σου Σοφίτσα

 


Γεωργία Χρονοπούλου

 

στο μετρό

 

Κρατάει τη χειρολαβή σαν σανίδα σωτηρίας και τον χαρτοφύλακά του σαν έπαθλο. Το βλέμμα σοβαρό και χαμένο –σοβαρά χαμένο. Οι ελάχιστες οπτικές επαφές με τους επιβάτες μοιάζουν εχθρικές. Η κυρία δίπλα αβάσταχτα κουρασμένη, επόμενος σταθμός Μεταξουργείο. Μπαίνει μια παρέα μεταναστών με τις μεγαλόφωνες συζητήσεις τους ζωηρεύουν το βουβό βαγόνι. Ομιλούν όμως μια ακαταλαβίστικη γλώσσα, οι διπλανοί τους φαίνονται να ενοχλούνται, κανείς δεν μιλάει όμως. Αν βρισκόμασταν στο λεωφορείο θα είχε ήδη ξεκινήσει λαϊκό δικαστήριο. Δεν έχουν αποκτήσει ακόμη την άνεση στο μετρό – ίσως το μοναδικό πλεονέκτημα, αυτή τη στιγμή, του αποστειρωμένου περιβάλλοντος- τους κόβει τη φόρα κι αυτή η γαλακτερή λάμπα φθορίου.

Όλοι γύρω κουρασμένοι από το 8ωρο (απ’ όλα τα 8ωρα της ζωής τους). Όλοι απηυδισμένοι, σίγουρα θέλουν να ουρλιάξουν, τουλάχιστον. Τρέχω γρήγορα -η στάση μου- να προλάβω τις κυλιόμενες πριν μπλοκάρουν απ’ τον όχλο (ακόμη να μάθουν ότι από τη δεξιά μεριά στέκεσαι ενώ από την αριστερή αφήνεις ελεύθερο χώρο). –Σας υπενθυμίζουμε ότι… you ’re not allowed to smoke, drink, eat or breathe. The metro railway system.

Τρέχω να βγω στην επιφάνεια. Θυμάμαι ότι έχει λιακάδα έξω.

 

ΥΓ. Να αφαιρεθούν πάραυτα οι μεταλλικοί ρόμβοι από τα πλαϊνά των σκαλών. Η μοναδική μας διασκέδαση εκεί κάτω θα μπορούσε να είναι η τσουλήθρα.



Αποστόλης Ακριβός

 

ισως δεν επρεπε να ηθελα

 

Ισως δεν ηθελα,

ισως δεν επρεπαι,

ισως δεν επρεπε να ηθελα.

Αλλά δεν εχω μαθη να δικαιολογουμαι, δεν πρεπει...

Τα ιδια λαθη που εκανα χτες θα κανω και σημερα

το ξερω,

αλλα ποιος μπορει να μου πη αν το λαθος είναι λαθος;…

αθελα μου δικαιολογουμαι

αδικαιολογητα.

Ισως δεν ηθελα

ισως δεν επρεπαι

ισως δεν επρεπαι να ηθελα.



Βίκυ Παπαδάκη

 

φοβάσαι, μικρέ, ε;

 

Περπατώ εις το δάσος

όταν ο λύκος δεν είναι εδώ…

Α! ρε μάνα,

τα πιο ωραία πράγματα με τον λύκο γίνονται,

μάλλον τα ξέχασες ή θες να τα ξεχάσεις…

Τελικά κατάλαβα ότι

το πιο εύκολο είναι να χρεώνεις τη μάνα σου…

Φοβάσαι, μικρέ, να σηκώσεις τα μανίκια επάνω

και να προσπαθήσεις, ε;

Αναμάσα, λοιπόν, τη στεναχώρια σου

και την τεμπελιά σου

για να’ χεις και εσύ κάτι να κάνεις,

φοβιτσιάρη.

Και κατάντησε και ’συ σαν τη μάνα σου,

χρεωμένος για το τίποτα.


Απόστολος Γεωργιόπουλος

 

οι φίλοι τ’ αδερφού μου

 

Με τον αδερφό μου είχαμε κάτι μήνες να βρεθούμε εκτός από κάποια σποραδικά μηνύματα. Η συζήτησή μας ήταν να βγούμε για καφέ με κάποιους φίλους του κ.τ.λ.π. Τελικά αποκοιμήθηκα κουρασμένος απ’ την εργασία. Βλέπω Ελλάδα-Αλβανία. Πηγαίνοντας σπίτι ύστερα απ’ την επιδρομή στο φούρνο για ψωμί βλέπω δυο φίλους τ’ αδερφού μου να’ ρχονται στο σπίτι για καφέ. Χαιρετηθήκαμε κι αρχίσαμε να λέμε πώς περνάμε κ.τ.λ.π. Στο δωμάτιο υπάρχουν μια κιθάρα κι ένας μπαγλαμάς κι αρχίζουν να γρατζουνάνε και να με πιέζουν να παίξω κάτι, αρχίζω παίζω κάτι και βλέπω να νιώθουν ευχαριστημένοι μέχρι που καταλήξαμε να κάνουμε συγκρότημα και να παίζουμε όλοι μαζί. Ενώ συμβαίνουν όλ’ αυτά αρχίζω να γελάω και να συνειδειτοποιώ ότι βρισκόμαστε σε μεγάλη χαρά κι αφραγκιά, μπορώ να πω, κι ότι μόνο σε συναυλία για κουφούς θα μπορούσαμε να παίξουμε.

Τελικά οι φίλοι τ’ αδερφού μου είναι κωφάλαλοι…



Άγγελος Φέτσης

 

αύριο

 

Εκείνη την ημέρα έβρεχε. Απ’ το πρωί ήταν καθισμένος σε μια γωνιά της βεράντας ώστε να μην βρέχεται και σκεφτόταν συνεχώς. Πέρασαν ώρες, η βροχή σταμάτησε, η νύχτα έπεσε, η θάλασσα πιο ήρεμη χάιδευε τώρα την άμμο στην παραλία που βρισκόταν σχεδόν κάτω απ’ το σπίτι (ο δρόμος ήτανε στενός). Αυτός ήταν ακόμη ακίνητος στην παλιά πολυθρόνα, δώρο των γονιών του, και σκεφτόταν. Τώρα πια με κλειστά τα μάτια. Το αεράκι που τον χτυπούσε τον πάγωνε και μούδιαζε εντελώς ακίνητος σε μια πολυθρόνα που πλέον είχε χάσει το σχήμα της. Στο κενό της σκέψης του εμφανίστηκε μια ιδέα: θα ήθελε να δοκιμάσει τη γεύση της πολυθρόνας. Θα ήθελε να μπορούσε να νιώσει στην άκρη της γλώσσας του την άγνωστη γεύση, την άπιαστη μυρωδιά. Να μασουλήσει σιγά-σιγά κάθε κομμάτι της. Να το νιώσει να κατεβαίνει από τη στοματική κοιλότητα στον φάρυγγα και στον οισοφάγο κι ύστερα να γεμίζει το στομάχι. Να πιάνει μια μεριά κάπου εκεί μέσα περιμένοντας τη διαδικασία της πέψης. Να ρουφάει τις ουσίες απ’ αυτό το άγνωστο φαγητό. Από το κομμάτι της πολυθρόνας. Οποιοδήποτε κομμάτι. Να νιώθει τα χέρια του να κινούνται αργά αλλά με μια καινούρια αίσθηση ενέργειας και το κορμί του να μυρμηγκιάζει απ’ τον πόθο. Κι άλλο φαΐ, κι άλλη ενέργεια, κι άλλο κομμάτι, ώσπου να καταβροχθίσει ολόκληρη την πολυθρόνα σε μία ή δύο μέρες.

Το στόμα του ήταν κενό και δεν ένιωθε πλέον τα δάχτυλα από το κρύο. Έβγαλε μία μικρή κραυγή κι ύστερα σηκώθηκε. Δεν κατάφερε να σταθεί στα πόδια του. Έπεσε. Σύρθηκε μέσα, έκλεισε την μπαλκονόπορτα και κοιμήθηκε στο χαλί κουλουριασμένος. Όλη την νύχτα πουλιά μαζεύονταν στο μπαλκόνι και χτυπούσαν το τζάμι με το ράμφος τους Τα σύννεφα πύκνωσαν κι άλλο και η βροχή ξανάρχισε. Έβρεχε μέχρι που ξημέρωσε. Κατά τις 4 (νύχτα ακόμα) χτύπησε το τηλέφωνο. Η βροχή έγινε κατακλυσμός. Άρχισε να βρέχει και την πολυθρόνα. Στο πλάι, σκισμένο με ένα μικρό σουγιά, ήταν σχηματισμένο κάποιο γυναικείο όνομα. Το κάλυμμα μούσκεψε τελείως και κατά τις 4.30 η πολυθρόνα άρχισε να λιώνει. Το σκούρο καφέ υλικό γέμισε το μπαλκόνι. Η βροχή δεν αραίωνε το παχύρευστο βαρύ υγρό. Σιγά-σιγά απ’ την υδρορροή το λιωμένο έπιπλο βρέθηκε στο πεζοδρόμιο. Στις 5.30 ξανασχηματίστηκε κάτω από την τέντα ενός ζαχαροπλαστείου και έκατσαν επάνω περιστέρια.

Στις 9.00 απ’ την ανοιχτή πόρτα του διαμερίσματος ακούστηκε μια φωνή:

-Πέθανε; Πες ρε Μάνο… πέθανε;

 


Κατσαρού Ειρήνη

θυμάμαι που με κοίταξε

 

Έβρεχε αυτή την ημέρα. Ακόμα και ο Θεός ένιωθε τον πόνο μου. Πρώτη φορά που ήθελα κάτι τόσο πολύ και όμως χάθηκε αυτό το απόγευμα. Θυμάμαι την πρώτη μέρα που είδα ό,τι ονειρευόμουν να έρχεται στη ζωή μου. Άξαφνα και απρόσμενα. Ήταν αυτός ο άνθρωπος για τον οποίο κάθε βράδυ κοίταζα απ’ το παράθυρό μου το σκοτάδι και απλά περίμενα. Θυμάμαι την πρώτη επαφή μας. Ανέβαινε τα σκαλιά με τη ματιά του να λάμπει και τα μαλλιά του να ελαφροκουνιούνται απ’ το αεράκι. Θυμάμαι που με κοίταξε λες και ένιωθε ό,τι ένιωθα, λες και ήταν κάτι αμοιβαίο. Με φίλησε απαλά στο μάγουλο και το κορμί μου ανατρίχιασε απ’ την επαφή. Και τότε ξεκίνησαν όλα. Τα βράδια μας τα περνούσαμε μαζί γελώντας και μιλώντας για όλο αυτό που νιώθαμε. Με φίλαγε με το πάθος ενός μικρού παιδιού για τη ζωή που έχει να ζήσει. Και χωρίς λόγο και αιτία ουσιαστικά πέταγα στα ουράνια. Όλα κυλούσαν τόσο όμορφα και αρμονικά λες και ήταν κάτι το τόσο φυσιολογικό, λες και το είχα ξαναζήσει. 

Και τώρα αυτό το όνειρο χάθηκε! Μένει μόνο η σιωπή! Κι εγώ αυτή τη βροχερή νύχτα, μόνη, αναρωτιέμαι τι ήταν αυτό που τόσο βιαστικά και γρήγορα τάραξε την ήρεμη ζωή μου. Ήταν κάτι που με ξύπνησε, λες και μια ολόκληρη ζωή κοιμόμουν. Κι όμως έφυγε. Γιατί;

Αναρωτιέμαι αν αυτό έγινε για να με αφυπνίσει. Ήταν λες και ζούσα σε μια χειμερία νάρκη και αναζητούσα αυτό που θα με φέρει στη ζωή! Κι όμως έφυγε. Τουλάχιστον τώρα ξέρω ότι ό,τι περίμενα τις νύχτες ήταν αυτός. Κι ας είναι κάτι ψεύτικο. Τώρα ξέρω την αλήθεια.

 


Σταμάτης Μπεκιάρης

 

άλλο κρασί

 

Πόσο γλυκό είν’ το κρασί αυτό όταν πεινάω… Πόσο μαλακιά είναι τούτη ’δω η ξύλινη καρέκλα όταν έχει κοπεί η μέση μου από τα μαξιλάρια; Ακόμα και ο κρύος αέρας, που άλλοτε μου τρύπαγε τα κόκαλα, τώρα μου χαϊδεύει τα μαλλιά. Πού να ’χουν πάει τα άγρια γένια μου; Πού να ’ναι η βρομερή μου ανάσα και η πίκρα από τους καφέδες στη γλώσσα όταν φεύγω από τη δουλειά; Κάποτε η πόλη ήταν γκρι και τώρα γέμισε με κήπους και παρτέρια.

Άνοιξη έχω ξαναδεί. Έρωτα έχω πονέσει πολλές γλυκιές στιγμές, μα δεν ήταν έτσι. Όνειρα είχα και άλλοτε, πότε ζωηρά πότε ξεθωριασμένα και ξύπνιος τα ’βλεπα, όπως και τώρα, μόνο που τότε ήθελα να κοιμηθώ. Τι ήταν αυτό που προσπαθούσα να ξεχάσω δε θυμάμαι πια και έτσι λυτρώθηκα. Ώρα να φύγω, όχι γιατί κουράστηκα, δεν πάω για ξάπλες αυτή τη φορά, πάω παρακάτω. Πάω να τρέξω όχι για να ξεφύγω, αλλά επειδή μπορώ.

Τους κοίταζα πολύ ώρα στα μάτια και πια δεν ήμουν σίγουρος πως δεν ήταν το κρασί που άλλαζε γεύσεις. Εγώ έπινα άλλο κρασί αυτή τη φορά και ας ήταν από το ίδιο μπουκάλι.

 


Χρύσα Κουτσουβέλη

 

το ποτό που πίνω

 

Όλα απόψε μοιάζουν διαφορετικά. Το ποτό που πίνω δεν είναι ίδιο. Ο καπνός από το τσιγάρο αβάσταχτος στα λαρύγγια μου. Όλα μου φταίνε. Φταίει κι αυτός. Με έκανε να τον μισήσω με τον χειρότερο τρόπο. Να αισθάνομαι την παρουσία του και να πλημμυρίζω από οργή, να θέλω να τον εξαφανίσω. Αλλά πάντα γυρνάω στη βάση μου, στο ίδιο αποτέλεσμα, να τον αγαπάω και να μην μπορώ να ζήσω χωρίς αυτόν και έτσι πέφτω ξανά και ξανά στην ίδια παγίδα, στα ίδια λάθη.

Η ζωή μου μοιάζει να έχει δύο όψεις σαν ένα κέρμα. Από τη μια είμαι μια συνηθισμένη κοπέλα αφοσιωμένη στη δουλειά της και από την άλλη να δανείζω το κορμί μου για μερικά παλιοχαρτονομίσματα με μεγάλο αντίκρυσμα. Ένας παράδεισος και μια κόλαση, μια χαρά και μια λύπη, ένα ψέμα και μια αλήθεια, έτσι ήταν η ζωή μου.

Άλλο ένα γέμισμα στο άδειο ποτήρι μου που τώρα τελευταία είναι ο καλύτερος φίλος. Με ακούει χωρίς να διαφωνεί. Δεν είναι σαν εκείνον που με χτυπάει στην πρώτη μου αρνητική αντίδραση. Ο καπνός ακόμα πιο βασανιστικός στα χείλη μου. Τελικά θα μπορούσα να κάνω μια καινούρια αρχή, να πάψω να είμαι μια γυναίκα διπρόσωπη και να ζήσω μια ζωή ανέμελη χωρίς προβλήματα, αλλά δυστυχώς αυτό δεν γίνεται, πρέπει να γυρίσω στη βάση μου, να πάω ακόμα με ένα μεθυσμένο άντρα που θα πέσει πάνω μου με την βρωμερή ανάσα του, να χαϊδεύει με χυδαιότητα το ευάλωτο κορμί μου και να με γεμίζει σταγόνες βρωμιάς και δυσωδίας. Θα πρέπει ακόμα για μια φορά να πάρω τα βρώμικα και τσαλακωμένα χαρτονομίσματά του για να γεμίσω χαρά και ικανοποίηση την τσέπη του Φάνη.

Όλα λοιπόν δείχνουν τον δρόμο μιας κατάληξης που πραγματικά δεν μου αρέσει καθόλου. Εγώ θα συνεχίσω να είμαι η γυναίκα με τις δύο όψεις, εκείνος θα είναι αυτός που θα ορίζει την μοίρα μου και η ζωή μου θα είναι όπως τώρα, άσχημη σαν κόλαση…

Το μπουκάλι τέλειωσε, το ίδιο και η αντοχή μου. Ήθελα να κοιμηθώ να μην σκέφτομαι τίποτα. Η ώρα είναι δώδεκα.

 


Αγάπη Πανουτσοπούλου  

 

κοίταξα έξω από περιέργεια

 

Είχα δώσει ραντεβού με την φίλη μου την Ελένη στο μετρό στο Περιστέρι. Ενώ ετοιμαζόμουν για να πάω να την συναντήσω, χτύπησε το κουδούνι του σπιτιού μου, ήταν η γειτόνισσά μου η Αθηνά, σχεδόν ουρλιάζοντας μου ζητούσε να την ακολουθήσω προς το σπίτι της. Ενώ προσπαθούσα να καταλάβω τι συμβαίνει την ακολουθούσα και μου εξηγούσε ότι είχε μπει μέσα στο σπίτι της ένα τεράστιο ποντίκι. Όταν αντίκρισα το σπίτι της τρόμαξα, όλα ήταν αναποδογυρισμένα καρέκλες πεταμένες, ποτήρια σπασμένα.

-Το έχω κλείσει στο ντουλάπι, μου εξήγησε, μπορείς να με βοηθήσεις να το βγάλουμε έξω.

Παίρνοντας από μια σκούπα η καθεμιά μας αρχίσαμε τη μάχη με το ποντίκι, μάταια όμως, το ποντίκι δεν έλεγε να βγει από το ντουλάπι. Αρχίσαμε να λέμε ιδέες πώς θα μπορούσαμε να καταφέρουμε να το βγάλουμε, να ρίξουμε νερό μπορεί να βγει, όχι, να μπει μια από εμάς στο ντουλάπι να το βγάλει, ποια όμως τολμούσε. Να βάλουμε τη γάτα σκέφτηκε η Αθηνά, είναι έξω στην αυλή και πάει να τη φέρει. Οι σκηνές που ακολούθησαν ήταν απερίγραπτες, κυνήγαγε η γάτα το ποντίκι και το ποντίκι τη γάτα, και έτσι εμείς βρήκαμε την ευκαιρία να τους βγάλουμε έξω από το σπίτι κλείνοντας τις πόρτες. Αφού τα καταφέραμε, αρχίσαμε να γελάμε με τις αστείες σκηνές που είχαμε ζήσει, το δωμάτιο ήταν σαν βομβαρδισμένο τα πάντα ανακατεμένα. Ηρεμήσαμε και αρχίσαμε να τακτοποιούμε το χώρο, κοίταξα έξω από περιέργεια να δω τι έκανε η γάτα με το ποντίκι, δεν φαίνονταν τίποτε που να μαρτυρούσε τη προηγούμενη μάχη. Η γάτα είχε λουφάξει στο υπόστεγο γιατί είχαν αρχίσει να πέφτουν σταγόνες βροχής.

Ξαφνικά θυμήθηκα το ραντεβού μου και φεύγω τρέχοντας να πάω σπίτι μου. Έξω έβρεχε και άρχισα να τρέχω και παραπατάω και βρίσκομαι ξαφνικά ξαπλωμένη μέσα στο δρόμο, είχα χτυπήσει το πόδι μου. Έρχεται η Αθηνά με σηκώνει με πάει στο σπίτι με βοηθάει να αλλάξω ρούχα γιατί είχα γίνει μούσκεμα, μου φροντίζει τη πληγή ευτυχώς δεν ήταν κάτι το σοβαρό αλλά δεν μπορούσα να περπατήσω με πονούσε. Η μάχη με το ποντίκι είχε και απώλειες, μερικά ποτήρια και πιάτα σπασμένα ένα σπίτι ανακατεμένο και ένα πόδι τραυματισμένο έτσι γίνεται σε όλες τις μάχες λέει ή Αθηνά.

Η ώρα είχα περάσει και η Ελένη θα περίμενε έπρεπε να την ειδοποιήσω ότι δεν μπορούσα να πάω και την παίρνω στο τηλέφωνο. Ήταν ήδη στο μετρό και περίμενε, Ελένη μου της λέω συγνώμη που δεν ήρθα στο ραντεβού αλλά μου συνέβη το εξής τρομερό γεγονός.



Χριστίνα Γκινάλα

 

daihatsu

 

Όταν ένας άνθρωπος μεγαλώνει και περνάει από την εφηβεία στην ενηλικίωση, απελευθερώνεται από πολλά πράγματα, γεγονότα, καταστάσεις και πρέπει. Εξόδους που πρώτα έπρεπε να έχουν την υπογραφή και τη σφραγίδα του κογκρέσου –πατέρας- αλλαγές στο δωμάτιο, να σε σέρνουν μαζί όπου πάνε, βαρετές συναντήσεις συγγενών, θελήματα σε κάτι στιγμές μεγάλης βαρεμάρας, κι άλλα. Το χειρότερο όμως, το πιο χειρότερο μου, ήταν τα οικογενειακά ταξίδια.

Όταν πλησίαζε ο Αύγουστος τρελαινόμουν πάντα από χαρά και ευτυχία που θα πηγαίναμε για διακοπές στο νησί, τη Ζάκυνθο. Στη Ζάκυνθο όμως, επειδή χτίζαμε το σπίτι μας όλο με προσωπική εργασία, πηγαίναμε συνέχεια πράγματα κι εργαλεία. Χαιρόμουν λοιπόν πάρα πολύ που θα πηγαίναμε, αλλά δεν ήθελα να σκέφτομαι τον τρόπο που θα πηγαίναμε, την ταλαιπωρία που θα τραβάγαμε και το απαραίτητο ξεφτιλίκι που θα έτρωγα.

Ήταν λοιπόν καλοκαίρι 91-92, δε θυμάμαι και καλά, αν και θα ‘πρεπε, όταν όπως κάθε χρόνο μ’ έπιασε ο γνώριμος φόβος πως θα ταξιδέψουμε πάλι. Είχα δίκιο! Τότε είχαμε πάρει ένα φορτηγάκι μάρκας μάλλον DAIHATSU μοντέλο γύρω στο ’60. Ο πατέρας, καθότι φανοποιός στο επάγγελμα, ανακατευόταν πάντα με πολλά αυτοκίνητα αλλά τις περισσότερες φορές ερείπια. Ένα ερείπιο ήταν κι εκείνο, το είχε ένας μελισσοκόμος πριν από μας κι ήταν τόσο σάπιο που θα νόμιζε κανείς ότι το μέλι το κουβάλαγε χύμα στην καρότσα γι’ αυτό και σάπισε τόσο. Το ‘βλεπες και το λυπόταν η ψυχή σου, ότι, Παναγίτσα μου, αυτό το αυτοκίνητο είναι σαν να παρακαλάει να το αφήσουμε ν’ αναπαυθεί. Το είχε αγοράσει ίσα για να κατεβάσουμε κάτι πράγματα στο νησί. Εκεί θα το άφηνε να ξεψυχήσει, αφού πρώτα θα κουβάλαγε κι εκεί κάτι τσιμεντάκια, κάτι τουβλάκια κι ό,τι χρειάζεται μια οικοδομή. Υπερφορτώσαμε λοιπόν το ταλαίπωρο φορτηγάκι βάλαμε ξάπλα μια ξύλινη ντουλάπα, μες τη ντουλάπα κάτι μεγάλες σακούλες με πράγματα για το χωριό, κάποια είδη υγιεινής και κάτι καρεκλάκια. Το σημαντικότερο όμως που υπήρχε πίσω μες την καρότσα σε πρόχειρο κρεβατάκι που είχε στήσει θα ήταν ο αδερφός μου ο Παντελής, ο οποίος, 16 χρονών τότε, ταξίδευε πάντα ξαπλωμένος γιατί ζαλιζόταν, παρέα με το σκύλο μας. Μπροστά θα καθόμασταν οι υπόλοιποι, ο ένας πάνω στον άλλον, μάνα, πατέρας, ο αδερφός μου ο μικρός (κρίμα που δε χώραγε κι αυτός στην καρότσα!!!) κι εγώ. Τρομερά, σκέφτηκα. Γιατί, γιατί Θεούλη μου κάθε χρόνο το ίδιο ρεζιλίκι; Το μόνο που μας έλειπε ήταν ένα μεγάφωνο πίσω στον Παντελή και τον πατέρα μου να τραγουδάει στο μικρόφωνο μπροστά το «παντρεμένοι κι οι δυο». Δεν ήταν μόνο η εικόνα που με βασάνιζε, ότι όποιος την έβλεπε θα ξάπλωνε κάτω ανάσκελα και θα κοπανιόταν σα χταπόδι από τα γέλια, ήταν κι άλλα…

Ξεκινήσαμε όπως πάντα ξημέρωμα Παρασκευής και ώρα 3, μη μας σταματούσε και κανείς στο δρόμο, γιατί το φορτηγάκι εκτός από μια άδεια που είχε δεν είχε τίποτα άλλο ούτε ασφάλεια, ούτε περασμένο από ΚΤΕΟ ήταν, ούτε ζώνες είχε, με λίγα λόγια, αν μας σταματούσανε, ένα μόνο ήταν το σίγουρο: ότι θα μας δένανε. Δεν προλάβαμε λοιπόν να βγούμε στην εθνική, ο μπαμπάς είχε τη φαεινή ιδέα να βάλει και μια κασετούλα ν’ ακούσουμε. Κι έβαλε την αγαπημένη του! Κάτι παλιά ρεμπέτικα προσωποποίηση της κακομοιριάς και ταλαιπωρίας, ταίριαζε απόλυτα στην περίπτωσή μας.

Σ’ όλη τη διαδρομή λοιπόν καθόμουν αγκαλιά με το ηχείο κι άκουγα τα ρεμπέτικα του ’50, νομίζω. Οι γονείς μου κάπνιζαν ασταμάτητα κι είχα φλομώσει. Το αυτοκίνητο πήγαινε με 80 και κάθε τρεις και λίγο σταματάγαμε να βάζουμε νερό στο ψυγείο για να μην ανάψει. Ο Παντελής αγκαλιά με το σκυλί, τις ντουλάπες, τις λεκάνες, τους νιπτήρες κι ό,τι άλλο υπήρχε πίσω, ο πατέρας νευρικός, ως συνήθως, να βρίζει ανά τρία λεπτά τον κόσμο -πάντα οι άλλοι φταίνε, εμείς ποτέ! Ήταν ένα ονειρεμένο ταξίδι! Κι εκεί που κοίταζε έξω τις άλλες οικογένειες που άντε να είχαν 2 βαλίτσες στη σχάρα κι έβλεπα άλλοτε ήρεμα προσωπάκια να κοιμούνται κι άλλοτε την εικόνα που περιέγραψα πριν, να γελάνε και να μας δείχνουν με το δάχτυλο, τις σκέψεις μου διέκοψε ένα χτύπημα από πίσω. Ήταν ο Παντελής! Ο Παντελής μες στον εμετό! Το σκυλί είχε ζαλιστεί κι είχε βγάλει τη σκυλοτροφή που είχε φάει το βράδυ απάνω του! Κι ο Παντελής, ανήμπορος, τα κοίταγε μ’ ένα ύφος αηδίας και… και σαν να ήθελε κι αυτός να… και ξέρασε κι αυτός! Κάναμε δεξιά και σταματήσαμε για άλλη μια φορά, ο μπαμπάς ούτε που πλησίασε γιατί το 99% ήταν να μιμηθεί κι αυτός τους προηγούμενους. Ευτυχώς είχαμε αρκετό νερό και πλυθήκανε. Ήταν για γέλια και για κλάματα! Επιβιβαστήκαμε για να συνεχίσουμε το ταξίδι μας.

Όταν επιτέλους φτάσαμε στο λιμάνι, έξω ακριβώς από το καράβι που θα μας πήγαινε στο νησί, άλλη μια δοκιμασία μας περίμενε. Μείναμε από λάστιχο! Βγήκε γρήγορα ο πατέρας ν’ αλλάξει το λάστιχο, έβγαλε τη ρεζέρβα και για ακόμα μια φορά η τύχη ήταν με το μέρος μας. Και η ρεζέρβα χαλασμένη! Ο πατέρας άρχισε να κόβει κάτι κουβέρτες που τις πηγαίναμε στο χωριό και να τις χώνει στο ξεφουσκωμένο λάστιχο. Εγώ είχα χαμηλώσει τόσο πολύ για να μη φαίνομαι που κόντευα να χωθώ στα πετάλια. Δε μ’ ένοιαζε όμως, αρκεί να μη μ’ έβλεπε ο κόσμος που είχε μαζευτεί. Δυο τρεις απ’ αυτούς που παρακολουθούσαν έτρεξαν να βοηθήσουν, άλλοι πάλι είχαν το γνώριμο υφάκι της ειρωνείας. Το πλοίο άρχισε να κλείνει τις πόρτες κι οι δυο τρεις που μας βοήθησαν τους σταμάτησαν. Το αυτοκίνητο άρχισε σιγά-σιγά να τσουλάει και τελικά για μια και μοναδική φορά ήμασταν τυχεροί και προλάβαμε και μπήκαμε μέσα.

Όταν κατεβήκαμε στο νησί φτιάξαμε τα λάστιχα και το καημένο, το τόσο ταλαιπωρημένο φορτηγάκι δούλεψε κι όλο το καλοκαίρι για το σπίτι. Περάσαμε πολύ καλά και στην επιστροφή μας έβγαλε ασπροπρόσωπους. Όταν γυρίσαμε καταθέσαμε τις πινακίδες του και το αράξαμε σε μια αλάνα να ξεκουραστεί.

Το επόμενο καλοκαίρι δούλευα και δεν πήγα διακοπές. Ήταν το τελευταίο επεισοδιακό ταξίδι που έκανα με την οικογένειά μου. Τώρα που έχουν περάσει τόσα χρόνια και τα σκέφτομαι, νομίζω ότι θα μου λείψουν εκείνα τα ατελείωτα, περιπετειώδη οικογενειακά ταξίδια. Για μια στιγμή εύχομαι να μπορούσα να τα ξαναζήσω. Αλλά πάλι, διακινδυνεύω;

 


για το 6ο τεύχος έγραψαν οι μαθητές:

 

Ακριβός Αποστόλης ίσως δεν έπρεπε να ήθελα, Αλυσανδράτος Γιώργος village park, Αντωνακόπουλος Γεώργιος είχα αναλάβει μία εκσκαφή, Αντωνάτος Βασίλειος είχε υποτροπιάσει, Γαλάνη Ανδριάνα όνειρο, Γεωργιόπουλος Απόστολος οι φίλοι τ' αδερφού μου, Διαμαντοπούλου Αγγελική έβρεχε και στην καρδιά της, Καβουλάκης Αναστάσιος Ayrton Senna, Καλογήρου Γιάννης ζω, Κατσαρού Ειρήνη θυμάμαι που με κοίταξε, Κιβωτός Δημήτρης όνειρα…, Κιουλάνη Λίλιαν άσφαλτος, Κονδράρου Σοφία ένα γράμμα στον παράδεισο, Κοσιβάκη Ευτυχία εγκεφαλικό, Κουριδάκη Κική να τρέξουμε στους χτυπημένους, Κουτσουβέλη Χρύσα το ποτό που πίνω, Κύζικος Σταύρος ένα μάθημα, Κυριακούλης Γιώργος ο ήχος, Λαδοπούλου Ελευθερία κοίτα να δεις τι έπαθα, ανεπίδοτο γράμμα, Λεβέντη Θεοδώρα τα νερά είχαν κατακλύσει τα πάντα, Μαρτίνης Γιάννης να μη φοβάμαι τι θα πει ο άλλος, Μπαρίκου Ελένη δυστυχώς για μια μητέρα, Μπατζές (;) Δημήτρης γίνονται ατυχήματα, Μπεκιάρης Σταμάτης σιωπή για να ακούω τις σκέψεις μου, άλλο κρασί, Μπολανάκη Δέσποινα το λυχνάρι, Νικολαΐδου Μαίρη Βουδαπέστη, Νίτσος Γιάννης έβρεχε, Νυδριώτη Αικατερίνη πόνος, Πανουτσοπούλου Αγάπη στο λεωφορείο, κοίταζα έξω από περιέργεια, Παπαδάκη Βίκυ φοβάσαι, μικρέ, ε; Πυθαρούλης Νίκος πώς θα μου περάσει, Σιαχάμης Ιωάννης τρέχει τρέχει να προλάβει, Σταυριανός Φώτης περπατούσα, Τζούλης Δημήτρης Χριστούγεννα στο Μαυρονόρος, Τσαρόσι Ηλίας βοηθός μηχανικού, Φέτσης Άγγελος η Βιολέν και ο Ιάκωβος άργησαν να ξυπνήσουν, αύριο, Χρονοπούλου Γεωργία στο μετρό


φωτογραφίες έδωσαν:

 

Μάνος Μιχαηλίδης, Αναστασία Φραντζικινάκη, Απόστολος Γεωργιόπουλος

Δεν υπάρχουν σχόλια: