Τευχος 8ο, Ανοιξη 2007




Χριστίνα Λευκού

 

μια βόλτα στην Πάρνηθα

 

Περίμενα τη χτεσινή Κυριακή πώς και πώς. Ονειρευόμουν το πρωινό που θα ξυπνήσω κι αντί να λιώνω ατελείωτες ώρες στο κρεβάτι κοιτώντας τηλεόραση θα πήγαινα μια εκδρομούλα. Ήθελα να πάω στην Πάρνηθα να δω χιόνι, που έχω να πάω από τότε που ήμουν 7-8 χρονών και μας είχε πάει ο μπαμπάς. Ήμασταν, θυμάμαι, κανονικοί Έλληνες εκδρομείς με τ’ αυγουλάκια μας, τις ντοματούλες μας και ό,τι άλλο τραβάει η εξοχή. Από τότε λοιπόν έχω να πάω στην Πάρνηθα και, μια λόγω δουλειάς, μια λόγω μπάλας, δεν τα κατάφερα ποτέ. Τώρα θα μου πείτε, τι λόγω μπάλας; Ο Τασούλης, ο αρραβωνιάρης είναι αθλητής, παίζει μπάλα, αυτό είναι και το αιώνιο πρόβλημά μας. Όταν λοιπόν θα μπορούσαμε κάποια Κυριακή να πάμε κάπου, ο Τασούλης έχει αγώνα.

Αυτή την Κυριακή όμως, είπα, αυτή την Κυριακή δε θα μου ξεφύγει, δεν είχε αγώνα, οπότε ούτε δικαιολογία, μέχρι που μου είπε τα νέα: κόβει η Κερασούλα την πίτα. Κερασούλα είναι το χωριό του. Να την κόψει, βεβαίως και να την κόψει, εγώ τι φταίω; Πρέπει να πάμε, μου είπε. Ξεκινήσαμε, λοιπόν, εγώ, ο Τασούλης και η μαμά του, ο πατέρας του θα μας περίμενε εκεί, καθότι τυγχάνει και αντιπρόεδρος του χωριού. Κάθισα στο πίσω κάθισμα προσπαθώντας να κρατάω τα μάτια μου κλειστά λόγω νύστας, αφού δούλευα κιόλας το βράδυ κι είχα κοιμηθεί πάρα πολύ αργά. Όπως είχα λοιπόν κλειστά τα μάτια φανταζόμουν… τι άλλο, την Πάρνηθα, δεντράκια, χιόνι, είχα ηρεμήσει τρομερά, αλλά η φωνή της πενθεράς μου έσπασε τα συννεφάκια σκέψεων για να μου πει τι; πώς πέρασε στο μνημόσυνο που είχε πάει την προηγούμενη, μετά θυμήθηκε κάτι θείους που έμεναν στην Κερατέα και άλλα, και άλλα… και ’γω σκεφτόμουν τι αμαρτίες πληρώνω κι έριχνα και καμιά ματιά έξω στα χαμογελαστά προσωπάκια που είχαν βγει το ηλιόλουστο πρωινό της Κυριακής.

Επιτέλους φτάσαμε. Τώρα ξεκινάει ο γολγοθάς σκέφτηκα. Έτσι και ήταν. Θείες, θείοι, συγχωριανοί κοιτούσαν με περιέργεια την αρραβωνιαστικιά του Τασούλη, μικρά ξαδερφάκια με δείχναν με το δάχτυλο, ότι νάτη, αυτή είναι. Αισθανόμουν λες και με είχαν πάει στο παζάρι να μ’ αγοράσουν. Άλλο είναι να δεις απλά κάτι καινούργιο και άλλο να περιμένεις να δεις κάτι καινούργιο. Με λύτρωσε ο μπουφές που άρχισε να μοιράζει φαγητό. Ξαφνικά δεν ένιωθα κανένα περίεργο βλεμματάκι απάνω μου. Ένας τεράστιος όγκος ανθρώπων είχε μαζευτεί γύρω απ’ το μπουφέ. Καθώς έβλεπα τα παραγεμισμένα πιάτα σκέφτηκα ότι και τι δε θα ’δινα για αυγουλάκι και ντοματούλα στην Πάρνηθα και πόσες Κυριακές θα περάσουν πάλι για να πλησιάσω κάτι τόσο απλό: μια βόλτα στην Πάρνηθα!

 


       


Μ. Οικονόμου

 

στο Ταμιευτήριο

 

Κάθεται εκεί, στη δεξιά πλευρά της εισόδου του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου στο Περιστέρι. Κοντή, αδύνατη. Φοράει μαύρα. Τα μαλλιά της είναι ξανθά και φορά γυαλιά. Τα φρύδια της είναι περίεργα. Έχουν μεγάλη απόσταση από τα μάτια της. Της δίνουν ένα ιδιαίτερα ειρωνικό ύφος. Η φωνή της είναι στριγγλιστή.

 

Από την αρχή φάνηκε περίεργη. Κάπως νευρική. Σίγουρα νευρική. Κούναγε τα πόδια της έντονα. Έλεγχε όποιον έμπαινε μέσα. Σήκωνε τα γυαλιά της. Έβγαλε από την τσάντα της ένα μακρύ μαύρο πορτοφόλι. Είχε πολύ ειρωνικό ύφος. Γύρω από το στόμα της υπήρχαν έντονες ρυτίδες έκφρασης που την κάνουν ακόμα πιο παράξενη. Γέλαγε; Πως μπορεί να ήταν τόσο έντονες; Αναμφίβολα ήταν μια αυταρχική φιγούρα.

 

Κι εγώ απέναντι να την παρατηρώ παίζοντας με το αντιστρές στο χέρι…

 

 

       


Τόσκα Ελένη

 

δεν θέλαμε να πάμε

 

Μου συμβενει αυτό το γεγονος εδώ και δεκα χρονια περιπου που χορησανε η γονεις μου εχω χαθει απ’ τον πατερα μου γιατι με εκανε και εκλεγα και γιαυτο δεν τον θελω, γιατι μας χορισαι από τα αδελφια μου. Ηδωθικαμε με ταξυ μας Πρην από τρια χρονια περιπου μπορει να είναι και παραπανω.

επειδη στην αρχη δεν θελαμε να παμε με τον πατερα μου εγινε τουρκος γιαυτο με τον τροποτου πηρε τα αγορια και εμενα με απεριξε σαν να μη ειμουνα δικο του παιδι κε δεν νοιαστικε όταν εκανα της ενχηρισης στα ματια μου τον επερνε η μανα μου τηλεφωνο και του το ελεγε και αυτος της απανταγε δεν με νοιαζει να τα βγαλετε περα μονη σας, και μην με ξανα ενοχλησετε. Αλλα αυτος εμας μας ενοχλη και μας ταραζει.

 

 


       


Άγγελος Φέτσης

 

κοπέλα στο δάσος

 

Ο Κάρπος είχε κατέβει στο χωριό για να δει τη μάνα του και  τις δύο αδελφές της. Το σπίτι που έμεναν ήταν παλιό χωριάτικο αλλά καλοδιατηρημένο. Έξω είχε την αυλή με τα δυο μεγάλα δέντρα, έναν πλάτανο, μία καστανιά  και γύρω ο φράχτης με το θάμνο. Πέρα απ’ το χωριό ήταν ένας λόφος με  παράξενο σχήμα. Από τη μία μεριά ήταν γεμάτος βράχια σαν να είχε θάλασσα από κάτω κι απ’ την άλλη ήταν μισός δέντρα, μισός χόρτα και θάμνους και τον έλεγαν “ο λόφος του τρελού” ή “ο τρελός λόφος”. Στον λόφο δεν ανέβαινε γιατί έτυχε μία φορά που πέρασε να είναι κάτι σκυλιά που του γαύγιζαν αλλά δεν υπήρχε κάποιο κοπάδι ούτε ήταν κοντά κανένα σπίτι ή κτήμα. Ο Κάρπος φοβήθηκε και δεν ξαναπλησίασε.

Στη μια άκρη του δάσους, απ’ τη μεριά του χωριού, κυλούσε το ποτάμι και στις μεγάλες πέτρες που είχε από τη μια μεριά καθότανε λίγο και μετά επέστρεφε κάνοντας την ίδια ακριβώς διαδρομή χωρίς να λοξοδρομεί καθόλου γιατί φοβόταν μήπως μπερδευτεί και τον πάρει η νύχτα. Δεν ήταν άνθρωπος της εξοχής. Όταν το απόγευμα επέστρεφε και καθότανε να φάει τον ρωτούσαν αν είδε καμιά κοπέλα στο ποτάμι. Αυτός απαντούσε όχι αλλά από τις ιστορίες στο χωριό την είχε πλάσει μέσα στο μυαλό του με όλες τις λεπτομέρειες και κάθε φορά που κατέβαινε στην όχθη νόμιζε ότι την έβλεπε. Σκεφτόταν οτι πλησίαζε γύρω στο δασάκι πίσω από κεί που καθόταν κι εκείνος της φώναζε να έρθει κοντά και μετά πήγαιναν βόλτα. Αυτή του έλεγε ότι δεν πρέπει να τους δουν μαζί, δεν ήθελε. Αυτός θα έλεγε ότι δεν τονε νοιάζουν  τέτοια πράγματα και ότι ήθελε να είναι μαζί της κι αυτή θα χαμογελούσε. Μετά θα την πήγαινε μέχρι κάτω στο λιθάρι, εκεί που περνούσε ο δρόμος για τις ελιές, θα φιλιόντουσαν και μετά θα χώριζαν. Όμως ένα βράδυ, λίγο πριν κοιμηθεί πήγε και ρώτησε την θεία του, που απ’ ό,τι καταλάβαινε ήξερε την ιστορία καλύτερα απ’ όλους και την ρώτησε από πότε είναι η ιστορία του κοριτσιού. Αυτή αδιάφορη, με την πλάτη στο ψυγείο του είπε:

-Από τότε που χάθηκε το κορίτσι. Πάνω από πενήντα χρόνια!

 



Χρήστος Κουτσουπής

 

καταραμένη ξύλινη σκάλα

 

Κατέβηκα στεναχωρημένος την ξύλινη σκάλα και ξαφνικά μου ήρθε η ιδέα το πώς να λύσω το πρόβλημα της ηλεκτρομιχανικής βλάβης του μηχανήματος. Δεν ήταν μόνο να λύνο και να δένο εξαρτήματα και με διάφορες μετρίσης να ξέρω ότι λητουργούν, αλλα να καθήσο για λίγα λεπτά ακίνητος και να προσπαθήσο με το μυαλό μου να σκεφτό το κάθε κύκλωμε του μηχανίματος και την κάθε λητουργεία του. Ενώ με κητούσε ο πελάτης προβληματισμένος με ρωτάει.

-Καλά Χρήστο θα την φτιάξεις την μηχανί με τα μάτια;

Του απαντάω κι εγώ με την σειρά μου.

-Καμιά φορά και με τα μάτια της επισκευάζομε, ένα είδος τηλεπάθειας κ. Γιάννη.

Έπειτα κατάλαβε ότι ήθελα τον χρόνο μου για να λύσω αυτό το πρόβλημα. Ξαφνικά ξαναανεβαίνω αυτήν την καταραμένη ξύλινη σκάλα γνωρίζοντας την λύση του προβλήματος που ήταν μπροστά στα μάτια μου και εγώ δεν μπορούσα να την δω. Δεν ήταν κλειστά τα φώτα λόγω εικονομείας, αλλά λόγω διακοπείς ρεύματος από την Δ.Ε.Η. Όλο χαρά γυρίζω στον κ. Γιάννη και του λέω.

-Κύριε Γιάννη η μηχανή σου θα λητουργεί μια χαρά όταν θα έρθει κανονικά το ρευμα στον χόρο μας.

Ήρθε το ρεύμα και επιβεβαιόθηκα.

 

 



Πανόρια Βασιλείου

 

θάλασσα

 

ΚαρΑβι είναι κατι που θαυμαζω

και τη θαλασσα όταν ημουν

μηκρη καθομουν στο λημανη

και κιταζα τα καραβια που

έφευγαν και ονιρεβομουν έλεγα

καποτε θα ταξηδεψο σε όλλο τον

κοσμο με τη θαλασσα πάνο σε ένα

μηκρο καραβη θα ρουφηξο την ομορφια της

μεγαλονοντας όμος τηποτα

από αυτά που ονιρευομουν δεν

έγινε και το μόνο που έγινε

είναι το όνιρο και εγω να κιταζο

τη θάλασσα και τα καραβια

 

 



Πορφύρης Νικόλαος

 

γάτα

 

Εφώσον πας

στη δουλεια ξερεις ότι έχεις να αντιμετωπί

σεις διαφορες φασαρίες μεσα σε γραφεία ή

έξω. Δηλαδή στην δουλεια δεν πας να

ιρεμίσεις πας για να μάθεις. Όταν θα ακούσεις

κάποιο θόρυβο δεν θα δώσεις και τόσο σημα

σεια π.χ. ο θορυβος που κάνει ο σκύλος

που βρίσκεται απέναντι γαβ και γαβ

σου σπάει τα νέβρα ενώ άμα

ακουγεται μια το σφυρι μια η μπετονιέρα

δεν δίνεις και τόσο σημασια αφωσιονεσαι

στην δικιά σου ασχολεια που έχεις να κά

νης και έτσι δεν δίνεις

και μεγάλη σημασια σε αυτους τους

θορυβους. Με λίγα λόγια στην δουλεια δεν

πας να αράξεις. Πας να μάθεις να μην εκνευρίζεσαι

με τους διάφορους θορύβους που υπάρχουν

μεσα στον επαγγελματικό σου χώρο. Αν όμως

σε ενοκλή μια γάτα τότε προσπαθεις να

περάση η ώρα πιο ευχάριστη και κάπου

δεν ασχολίσαι με την δουλεια και αρχίζης

και πέζης με την γάτα.


 

 

              


Μάνος Μιχαηλίδης

 

Κυριακή

 

Είδα τα μάτια να στάζουν

στο τηλέφωνο του μπάνιου

μουρμουρίζοντας κάτι,

ενώ μια σταγόνα

ιρίδιζε στο αριστερό μου

               βλέφαρο.

Το σιφόνι τράβηξε

στο άγνωστο

κάθε απομεινάρι

του συμβάντος

και πέφτοντας

με ορμή

έκλεισε η τάπα.




 

Μάνος Μιχαηλίδης

 

δυο γενιές πίσω, θάνατος

 

Μέσα στη λάμπα

πετρελαίου

ένα μικρό

τόσο δα μικρό

φως

αρκούσε στη γιαγιά

για να φωτίσει

τις ιστορίες

του παρελθόντος της

που τέλειωνε.

 

 



Μανιός Νίκος

 

πιάνει κρύο

 

Περπατάς μέσα στη νύχτα

ακούς τα φύλλα των δέντρων,

πιάνει κρύο,

φοβάσαι,

θέλεις σε κάποιον να μιλήσεις,

ένα χέρι να σε ακουμπήσει,

θα είμαι εκεί.

 


 

 Για το 8ο τεύχος του Νυχτερινού κείμενα έδωσαν και οι μαθητές:

Αυγουστινιάτος Ανδρέας, Βασιλείου Ιωάννης, Βουρνάζου Ελευθερία, Βυθούλκα Ελισάβετ, Γαγανέλη Άννα, Γεωργακόπουλος Βασίλης, Γιαννακουδάκης Δημήτρης, Γιόγιακα Σταυρούλα, Γκασιάμη Σταυρούλα, Δαμήλου Μαρία, Δημόπουλος Μαρίνος, Δημοπούλου Κωνσταντίνα, Ειρηνίδης Δημήτριος, Ζενούνι Ντένις, Ζερβάκη Έλενα, Ζορπίδης Αντώνης, Ζωγραφάκη Μαρία, Θανοπούλου Ειρήνη, Θεοδώρου Ματίνα, Καλλίθρακα Δήμητρα, Κανελλίδης Εμμανουήλ, Κανελλίδου Αγγελική, Καπελλάκη Ευγενία, Καρρά Αναστασία, Κόλλια Κατερίνα, Κοσιβάκη Ευτυχία, Κουτσούνη Γιώτα, Λαμπρόπουλος Αντώνης, Λάμπρου Παναγιώτης, Λυρώνη Ελένη, Μανιάτη Αμαλία, Μάρκου Μαρία, Μαστόπουλος Θοδωρής, Μιχαήλ Κατερίνα, Μιχαήλ Σταύρος, Μιχαηλίδης Αντώνης, Μουσουνίδης Μιχάλης, Μπαρκάτσα Δήμητρα, Μπαρκάτσα Κατερίνα, Μπούκουρα Νατάσα, Μπουτσούκ Κώστας, Νικολαΐδη Ευφροσύνη, Νικολάου Ιωάννα, Νισσάν-Παπαγιαννάκης Γιώργος, Ντίνου Άννα, Ντουσάκη Κατερίνα, Ντουσάκης Παναγιώτης, Οικονόμου Παναγιώτα, Παπαγιαννάκη Βούλα, Παπαλεωνίδα Αγγελική, Πετροπούλου Αναστασία, Ραφτόπουλος Βασίλης, Σαμπανιώτης Κωνσταντίνος, Σκόρδα Παναγιώτα, Σταθάκη Χρυσή, Στρίγας Διονύσιος, Στρωματιάς Κωνσταντίνος, Συναγρίδης Βασίλειος, Σωτηρούδη Μαρία, Τσούκη Κλεονίκη, Χαζιζάι Εριόν, Χρονοπούλου Αλεξία,

Δεν υπάρχουν σχόλια: