Τευχος 3ο, Άνοιξη 2002



Μια μεγάλη, αλουμινένια πόρτα

 

Του φάνηκε ότι την είδε να του κλείνει το μάτι αλλά πριν προλάβει να φιλτράρει τις σκέψεις του ώστε να αποφασίσει να κάνει και αυτός το ίδιο η γυναίκα τού γέμισε τα χέρια με ένα στενόμακρο φάκελο σαν και αυτούς που κουβαλάνε οι πλασιέ για τα διαφημιστικά τους .

-Πού υπογράφω;

-Δε χρειάζεται, του είπε κάνοντας μια τσαχπίνικη κίνηση του κεφαλιού ώστε να ρίξει τα μαλλιά της στον ώμο και να τον κοιτάξει με γυρισμένη την πλάτη δίχως να σταματήσει καθώς απομακρυνόταν προς μία έξοδο που ο ίδιος πριν δεν είχε προσέξει ότι υπάρχει .

Κατέβηκε πάλι στο ισόγειο. Μέσα στον ανελκυστήρα κοίταξε την ταυτότητα του . Ήταν μια μικρή λευκή ταμπελίτσα σε μέγεθος πιστωτικής κάρτας με δύο τρύπες στη γωνία και ένα κορδονάκι περασμένο μέσα από αυτές. Κόλλησε και κοίταζε. Κοίταζε και προσπαθούσε να καταλάβει. Κι όμως το ταμπελάκι ήταν λευκό! Το κοίταξε καλά και από τις δύο μεριές σα να προσπαθούσε να δει τον εαυτό του μέσα. Για την ακρίβεια το κοίταζε τόση ώρα που έκανε τρεις φορές τη διαδρομή μεταξύ διάφορων ορόφων και του ισογείου κουβαλώντας κάθε φορά διαφορετική παρέα. Την τελευταία φορά η συνοδεία του ήταν δυο σωματώδεις φύλακες που αφού εξακρίβωσαν το λόγο που δεν είχε βγει από τον ανελκυστήρα του ζήτησαν την ταυτότητα του και δίχως άλλη ερώτηση τον οδήγησαν στον τομέα του.

Αφού πέρασαν από απίστευτα μακριούς διαδρόμους πολλοί από τους οποίους θύμιζαν αεροδρόμια με τους κυλιόμενους τάπητες τους και τα ταμπελάκια κατευθύνσεως και αφού ανεβοκατέβηκαν διάφορα επίπεδα χρησιμοποιώντας αποκλειστικά ανελκυστήρες κατέληξαν μπροστά σε μια μεγάλη πόρτα. Ήταν εντυπωσιακό αλλά είχε κολλήσει μέσα του η αίσθηση ότι κανένας όροφος δε συνδεόταν με σκάλες με τον άλλο και το χειρότερο ήταν ότι νόμιζε πως βρίσκεται ακόμα στην αίθουσα από την οποία ξεκίνησαν. Αν τον άφηναν εκεί πάντως δε θα μπορούσε να καταλάβει αν είναι στο τέλος η στην αρχή της διαδρομής . Αυτό όμως θα συνέβαινε όπου και αν τον άφηναν ενδιάμεσα .

-Εδώ! του είπαν οι φρουροί και αποχώρησαν.

Μπροστά του υψωνόταν μια μεγάλη πόρτα . Μια μεγάλη αλουμινένια πόρτα .Μια μάλλον εντελώς αφύσικη και αρκετά επιβλητική στην εμφάνισή της μεγάλη και γυαλιστερή αλουμινένια πόρτα . Όλα είχαν συμβεί σε ρυθμούς κανονικούς για τον εξωτερικό παρατηρητή αλλά ιλιγγιώδεις για τον ίδιο . Ουδέποτε μπορούσε να φανταστεί ότι μέσα σε λίγες μόνο ώρες θα έμενε με το στόμα ανοιχτό τόσες πολλές φορές. Εξάλλου ο χρόνος είναι κάτι σχετικό και ο καθένας τον αντιλαμβάνεται διαφορετικά, είχε όμως την αίσθηση ότι και στατιστικά ο χρόνος τον οποίο χαράμισε να μένει με το στόμα ανοιχτό ή έστω σαστισμένος από την απρόσμενη τροπή των εξελίξεων ήταν αρκετά μεγαλύτερος από το χρόνο που είχε χρησιμοποιήσει δημιουργικά. Από το πρωί αυτής της μέρας όλα πήγαιναν παράξενα και η εικόνα αυτής της πόρτας του έδινε μια αίσθηση ότι όσα περίεργα είδε ήταν μόνο η αρχή και τα υπόλοιπα κρύβονταν πίσω της. Σε αυτό δεν έπεφτε και πολύ έξω , αλλού είχε χάσει τον έλεγχο αλλά το ένστικτό του δούλευε ακόμα ρολόι. Όχι δε δίσταζε να την ανοίξει αυτή την πόρτα. Η ταυτότητα, η υπάλληλος που του έκλεισε το μάτι, οι ατελείωτοι διάδρομοι, οι όροφοι δίχως σκάλες, γενικά η παλαβομάρα που επικρατούσε στους χώρους αυτούς έκαναν την πόρτα να δείχνει λίγο τρομακτική, σαν το τελευταίο σύνορο λογικής, αλλά δεν ήταν αυτό το πρόβλημα. Απλά τηv κοιτούσε και μια σκέψη στριφογυρνούσε σαν μέλισσα από το δεξί στο αριστερό του εγκεφαλικό ημισφαίριο

-Πως ανοίγει αυτός ο διάολος;

 

Σταμάτης Μπεκιάρης, Α υγείας-πρόνοιας


Κομπρεσέρ

 

Άνοιξα τα μάτια. Η πρώτη μου κίνηση καθώς πάλεβα με τα σκεπάσματα ηταν να βρω αυτό το καταραμενο ρολοϊ, που κάθε φορα που κτυπαγε κατι μεσα μου επαναστατουσε.

Επιτελους το ανακαλυψα. Κρυμενο κατω από το ποδι του καναπε εκανε την καταστρεπτικη του δουλεια. Απλοσα το χερι στα γρηγορα. Δεν το εφτανα. Με μια κεινιση της μεσης μπορω να πω πως τελικά δε μου γλίτωσε. Το κραταγα στην παλαμη μου τοσο σφηχτα που αν ηταν πραγμα με ζωη θα την ειχαι χασει εδώ και πολλα χρονια.

Έτσι ξύπναγα κάθε πρωϊ σχεδον δυο χρονια. Εκανα τις καθημερηνες βαρεταις προεργασιες για να ξυπνησω, ντυθηκα και ξεκινησα για την δουλεια. Τον μισο δρομο τον κανω με τα ποδια, μπορω να πω πως ένα εβδομηντα της εκατο του εαυτου μου ξυπνα εκει. Η διαδρομη είναι γνωστη αλλα ποτε βαρετη. Δεν ξέρεις τη θα δεις μερα με την μερα λεπτο με λεπτο. Φυσικα το αψυχο υλικο μενει παντα το ειδιο αλαζει ομως η ζωη, αλλους βλεπεις τωρα αλλους μετα. Επρεπε να βιαστω, η ωρα ειχαι ειδη περασει, ετσι νομιζω εάν κρινω από το ρολοϊ του διπλανου μου.

Εφτασα. Για άλλη μια φορα στην πορτα της κολασεως. Προχωρησα στην ακρη του δρομου και μεχρι το τελος δεν αλαξα πορεια, εκτος από μια μικρη κλιση που εδωσα στο σωμα μου για να παρο μια μικρη στροφη και να βρεθω μπροστα στο απαισιο μηχανημα που με έναν περιεργο και διαπεραστικο ηχω σου ελεγε καλημερα.

Έβαλα την καρτα στη θηκη. Προχωρησα λιγα μετρα αναμεσα από σιδερα και εργαλεια και εφτασα στο μηχανημα του καφε, ο θορυβος που ειχαν κανει τα εργαλεια καθως τα παταγα και τα χτυπουσα ειρθε και εδεσε. Τα νευρα μου ειχαν αρχισει να σπανε, νομηζα πως κατι μεσα μου παλεβει, πως θελει να βγει και να αρχισει να πετα πραγματα αριστερα και δεξια, διχως να νοιαζεται αν εκαναν περισοτερο θορυβο, ήθελε να παρει εκδίκηση για αυτό που παθενε κάθε μερα. Για άλλη μια φορα δεν εδωσα σημασια. Πηρα έναν καφε και κατεφθηαν αναψα τσιγαρο. Αφου ηρεμησα για λιγο προχωρησα για το ποστο μου. Ειχα λουφαξει σε μια καρεκλα πισω από τα μηχανηματα. Τι καλυτερο. Δεν σε εβλεπαι κανενας, δεν χαιρεταγες κανεναν αλλα προπαντων σου προσφεραι γενικα το μερος σιγουρια και ζεστασια. Μπορω να πω πως ειχα πεσει σε λιθαργο σκεψεων οσπου ακουσα έναν γνωριμο θορυβο, ηταν κατι το συγκεκριμενο που γινοταν εδώ και πολι καιρο. Ο ηχος από το αυτοκινητο και το κλησιμο της πορτας ειχαι ταυτιστει μεσα μου με το συγκεκριμενο ανθρωπο, τον βασιλη. Προχωρησε προς το μερος μου, ηξεραι εδώ και καιρο πού θα με βρει. Ειπαμε μια ξερη καλημερα πιο πολύ από συνηθεια γιατι στην ουσια τον μισουσα για όλα αυτά που μου εκανε κάθε μερα, σπυρο εδώ σπυρο εκει, αφου πολες φορες νομιζα πως στα ποδια μου δεν ειχα παπουτσια αλλα ροδες. Τοσο γρηγορα. Σηκοθηκα, με ρωτησε τι εχω, κάθε μερα τα ιδια πραγματα, ταχαμ πως ενδιαφερεται πώς είναι ο διπλα του, αν ζη η αν παιθενει. Στο κατω κατω γιατι να του πω αφου μεσα σε δεκα λεπτα το πολύ αρχηζει να σε παλεβει να σου σπαει τα νευρα να σε φτανει σε σημειο να τον βρυσεις η να του πεταξεις ό,τι βρεις μπροστα σου. Μπεικα στην αποθηκη πηρα στα γρηγορα ένα στυλο και χαρτι και αρχεισα να προγραματιζω τις δουλειες μου. Γυρω όλλα εχουν αρχισει να πέρνουν ζωη, κοσμος να μπενει, να φωναζει, να γελα, για λιγη ωρα πειρα και εγω μερος σε ολλο αυτό το αλαλουμ, μπεικα μεσα και καθομουν. Εβγαλα ένα τσιγαρο καθησα στα σκαλοπατια και περιμενα να παει ενεα η ωρα. Βλεπεις ακριβως διπλα μου είναι ένα κομπρεσερ που δουλευει και αυτό σαν και μας από τις ενεα μεχρι τις πεντε. Ουτε ανασα δεν περνει, νομηζεις πως εισαι διπλα στην τουρμπινα καποιου σκαφους, ωρες ωρες πιστεβω πως μου μιλαει. Φυσικά το ολο σκηνικο το συμπλειρωνει ο βασιλης που με τις φωνες του και τις κινησεις του στον χωρο μου σπαγε τα νευρα. Περιμενο πως και πώς να ακουσω το ονομα μου, μπορω να πω πως και το ακουσμα του ονοματος μου από τους γυρω μου με τρελενει. Εχεις τον κάθε ένα, σπυρο σε θελω, σπυρο να σου πω, σπυρο το εκανες αυτό? Αφου ωρες ωρες από την αγανακτηση μου όταν με φωναζουν τους λεω πως δεν με λενε σπυρο. Τελευτεα κανω κιολας πως δεν τους ακουω, ωρες ωρες μπορω να αποδρασω, βλεπεις εχει και τα καλα της, παιρνω το αμαξι η το μηχανακι και πηγαινω σε δουλειες σε μαγαζια, σε κανεναν φιλο, αν φυσικα λιπη ο μεγαλος. Ετσι βλεπεις λενε το αφεντικο τους.

                                         *  *  *

Προχωρησα με τα ποδια μεχρι το τελος της σκάλας, τα πραγματα που κουβαλουσα μαζι μου με ειχαν κουρασει. Εβαλα το κλειδι στην πορτα, επιτελους άλλη μια κουραστικη και βαρετη μερα στην δουλεια ειχε φτασει στο μεσημερι της. Προχωρησα αργα στο χωλ, ακουμπησα τα πραγματα στο πατωμα, επιτελους «ελευθερος». Πηγα τρεχοντας στο δωματιο μου ανοιξα το ραδιο στον αγαπημενο μου σταθμο φορεσα κατι ελαφρυ στα πεταχτα και ξαπλωσα στο κρεβατι. Ενιωσα τους παλμους μου να πεφτουν στο φυσιολογικο επιπεδο, προσπαθησα ακουγοντας μουσικη και συλλαβιζοντας τα κοματια να αποβαλο από μεσα μου το στρες της μερας. Τωρα ειμουν πιο καλα. Η ωρα ηταν πεντε. Δεν εφαγα. Δεν πεινουσα. Πηρα τηλεφωνο τον κωστα, ήταν καλά. Κανονησα μαζι του να παω για καφε, ερειξα λιγο νερο στο προσωπο μου, εφτιαξα λιγο τα μαλια μου ετσι από συνηθεια, θεμα καθημερινοτητας και όχι αναγκης. Μπορω να πω πως περασα καλα αν και ηταν ηδια όπως και χθες. Εκανα ένα ντους για να χαλαρωσω και χωθηκα στον καναπε, ανοιξα το χαζοκούτι. Ξαφνου ξυπνησα, ηταν το ρολοϊ φορτωθηκα παλι τα πραγματα ανοιξα την πορτα με βαρια καρδια προχωρησα με τα ποδια μεχρι το τελος της σκαλας. Στην δουλεια πηγενο με τα ποδια αρα υπαρχει χρονος και για ένα τσιγαρο, η μονη μου απολαυση μεχρι της 4.30 μμ. Κατι είναι και αυτό.

 

Σπύρος Λινάρδος, Δ 1


Η απομυθοποίηση

του ΚΣΟ

 

Τόσες καταστάσεις κάτω από μία γέφυρα στην Κασπία θάλασσα (που δεν έχει γέφυρες) μας έχουν μάθει σε μια μυθοπλασία η οποία είναι ανεξάρτητη από ιστορίες, μύθους, ήρωες, νεράιδες και άλλα τέτοια. Δεν είναι δύσκολο λοιπόν να καταλάβουμε ότι τίποτε δεν είναι κατανοητό σχετικά με τις βάρκες της Κασπίας, οπότε και αφήνουμε την όλη μυθοπλασία για να ασχοληθούν κάποιοι ανόητοι που νομίζουν ότι είναι ψαράδες. Οι βάρκες είναι μικρές, ξύλινες και ασφυκτικά γεμάτες με μικρές οικογένειες. Οι μανάδες κρατάνε στα χέρια τους τα παιδιά τους, ελπίζοντας να φάνε κάποια στιγμή. Ο ουρανός είναι απελπιστικά μαύρος και σχεδόν πάντα ψιλοβρέχει. Οι μουσαμάδες που έχουν βάλει στις βάρκες με στήριγμα 4 καλάμια, τις κάνουν να μοιάζουν με μικρά σπίτια της κάτω Ιταλίας, από αυτά που συνήθως ζουν οι άστεγοι της Σικελίας. Οι βάρκες είναι πάρα πολλές και από ψηλά μοιάζουν με πλωτή πολιτεία. Αυτό υποχρέωσε τη ΝΑSA και τις άλλες χώρες να σταματήσουν να μεταδίδουν εικόνες και να ‘σκανάρουν’ την Κασπία θάλασσα και τους ψαράδες της. Μονάχα το Πακιστάν φύτεψε 2 στρέμματα λαχανάκια Βρυξελλών εις ένδειξη πένθους.

 

Άγγελος Φέτσης, Α υγείας πρόνοιας


Ιστορικά αποδεδειγμένο

 

Όταν κάτι είναι ιστορικά αποδεδειγμένο, γίνεται βαρετό. Εκτός από τον θάνατο και τις μπύρες με το trash-food μπροστά από την τηλεόραση, κάποιο βράδυ τελικού. Κατά τα άλλα δεν υπάρχει κάτι ιδιαίτερα συναρπαστικό στο όλο θέμα, εκτός από το ποιος την έχει εκφράσει. Ας πούμε ένα όνομα: Αϊνστάιν. Αν αυτός ο άνθρωπος είχε μείνει άγνωστος-αφανής, η διαπίστωση της Γενικής Θεωρίας της Σχετικότητας θα ήταν άλλη μία βαρετή συνάρτηση (Ε=m.c2) για λίγους. Ενώ τώρα, ασχολούνται πολλοί, άρα καταναλώνουν περισσότερα σάντουιτς-μπύρες-τελικούς ποδοσφαίρου στην τηλεόραση, άρα χιλιάδες εκατομμυρίων ανθρώπων εργάζονται και προσφέρουν τα πιο πάνω προϊόντα-υπηρεσίες κ.λ.π. Εκτός λοιπόν όλων των άλλων (γνωστός κόσμος, εφευρέσεις, σύμπαν, φύση) τίποτε άλλο δεν έχει γίνει τόσο πολύ γνωστό όσο η εξευμενισμένη φύση του τίποτα σε σχέση με το σχεδόν καθόλου. Η κατάσταση στην οποία βρίσκονται αυτά τα δύο στοιχεία είναι σημαντική. Νομίζω.

 

Άγγελος Φέτσης, Α υγείας πρόνοιας


Του ασθενή και του γιατρού

 

Γεια σου γιατρέ

η βελτιστοποίηση κώδικα

σε χημική ένωση ραγού

με θλίβει.

Έχω λεφτά για θεραπεία

αλλά δεν πειράζει

ξέρω πως δεν είμαι δύσκολος

αλλά θα οπισθοχωρήσω.

Τίποτα δεν είδα σήμερα

καθώς ερχόμουν, αλλά φύγε,

φύγε απ’ την ακτινογραφία

για μια ανάγκη κάλυψης.

Πάρε λεφτά, δώσε εγχείρηση

και κάθε βράδυ θα θυμάμαι

ότι οι ντομάτες μπορούν

και θέλουν να γίνουν κέτσαπ.

-Είσαι σίγουρος;

-Είμαι σίγουρος.

 

Άγγελος Φέτσης, Α υγείας πρόνοιας


Το είπαν και οι επιστήμονες

 

Σε έναν δρόμο στην Αθήνα υπάρχει μια πινακίδα που γράφει:

‘Το είπαν και οι επιστήμονες’.

Σε μια παράκαμψη στην εθνική οδό Αθήνας-Θεσσαλονίκης υπάρχει μία ίδια αλλά με κόκκινα χρώματα, ενώ η πρώτη που βρίσκεται στην Αθήνα έχει πορτοκαλί χρώματα. Ποια να ξέβαψε πρώτη;

Τι να πει κανείς για μια τέτοια φράση.

Ξεθωριάζει ποτέ μια τέτοια φράση;

 

 Άγγελος Φέτσης, Α υγείας-πρόνοιας


Μία άγνωστη μορφή

 

Τον Ιούνιο του 1960 μου συνέβη ένα φοβερό γεγονός το συνταρακτικότερο της ζωής μου. Ζούσα τότε οικογενιακός στο χωριό μου το Μαυρονόρος Ιωαννίνων, ένα ορινό υπέροχο μικρό χωριό, χτισμένο σε ένα πλάτωμα ψηλά στον Κασιδιάρη περιτριγειρισμένο από ψηλές καταπράσινες απότομες πλαγιές. Στο ψηλότερο άκρο του πλατόματος έξω από το χωριό διακόσια μέτρα πάνο από την ακρόβριση είναι κτισμένη η εκκλησία του χωριού μας, ο Άγιος Γεώργιος. Στο πίσο μέρος τις εκκλησίας είναι το νεκροταφείο περιβάλη πανήψιλος μαντρότιχος που από πάνο έχη ενάμιση μέτρο αγγαθοτό συρματόπλεγμα και μια θεόρατη μπλε σηδερένια πόρτα προστατέβουν τον ιερό χώρο από τους ανεπιθύμιτους εισβολής.

Ένα πρωί αποφασίσαμε με τον αδελφό μου Σάββα τέσερα χρώνια μεγαλίτερό μου και δύο γειτονόπουλα φύλους συνομιληκούσμας το Κώστα και τον Λεονίδα, να πάμε κρυφά να φάμε κεράσια από τις δύο πανίψιλες κερασιές που ήταν ανάμεσα στον τάφο του Γιώργο Μπάγια και του οστεοφυλακίου του νεκροταφείου μας. Λέω κρυφά γιατί ο παππάς του χωριού απαγόρεβε αυστιρά σε όλους να τρόνε φρούτα από το νεκροταφείο, δεν καταλάβενα τότε γιατή. Το μεσημέρη πείγαμε στο νεκροταφείο, προσεκτικά ψάξαμε μέσα και γύρο από την εκκλησία, το νεκροταφείο αλλά και στα γύρο χωράφια δεν υπήρχε κανείς. Κλείσαμε και ασφαλίσαμε τότε τη μεγάλη μπλε πόρτα και ο Σάββας με το Λεονίδα ανέβικαν στης κερασιές, τρόγαν αυτή κεράσια κι έκοβαν για μένα και τον Κώστα μικρές κλάρες φωρτομένες, μας τις έριχναν και μεις τα τρόγαμε με πολύ βουλιμία, προσέχαμε όμως διαρκός τριγύρο μήπος έρθει κανείς και μας πιάση επαυτοφώρο γιατί η τυμορία ήταν δεδομένη. Από το συμίο που βρισκόμαστε είχαμε θέα πανοραμική. Όπιος και να ερχόταν θα τον βλέπαμε σίγουρα.

Κάπια στιγμή εγώ ένιοσα κάτι να με τραβάει σαν μαγνίτης προς την εκκλησία, βλέπο τότε έναν άγνωστο άνδρα μέσα από το καγγελόφρακτο παράθιρο να μας κητάζει αγριεμένος. Μεγάλος φόβος με κατέλαβε, τόσο μεγάλος που δεν μπορούσα τη στιγμή εκείνη να μηλίσο. Με πολύ δησκολία κατάφερα να σκουντίσω τον Κώστα που στέκονταν δήπλα μου και κατάπινε με λεμαργία δύο δύο τα κεράσια, και τούδιξα με το δάκτιλο την άγνωστη μορφή που έστεκε ακίνητη μέσα στην εκκλησία και εξακολουθούσε να μας κειτά αγριεμένος. Τότε ο Κώστας έντρομος φώναξε στο Σάββα, ο Σάββας ήταν ο μόνος που δεν φοβόταν τίποτα, ούτε τα φαντάσματα και τους πεθαμένους, Σάββα κείτα κάπιος είναι μέσα στην εκκλησία. Τοτε πρότη φωρά είδα τον Σάββα να φωβάται τόσο που φώναξε στον Λεονίδα να πιδήξη και ο ίδιος πίδηξε από πέντε έξη μέτρα ύψος χωρίς να λωγαργιάση τον κύνδινο. Τοτε είδαμε το παράθηρο να ανίγει και τον άγνωστο να μας κάνει νοϊμα με τα χέρια του να φύγουμε. Τρομαγμένοι ο Σάββας ο Κώστας και ο Λεωνίδας άρχισαν να τρέχουν προς την πόρτα, φωνάζοντας σε μένα να τους ακολουθίσο εγώ όμως έμινα καθηλομένος δεν μπορούσα να κουνίσο τα πόδια μου λες κείταν εκατό κιλά το ένα. Βλέπο τότε τον άγνωστο να βγένη μέσα από το καγγελόφρακτο παράθυρο λες και ήτανε αέρας και έξω από το παράθυρο έγεινε άνθρωπος ψυλός κι αδήνατος, να στέκεται ακήνιτος πέντε έξη μέτρα από μένα, τότε κατάλαβα ότι δεν ήθελε να μας πειράξη, μόνο να μας τρομάξη. Τα πόδια μου αρχίσαν να κουνιούνται, Άγιος, σκεύτικα θάνε, ισήχασα κι άρχισα να τρέχω προς την πόρτα, φτάνο, κειτάμε πίσο μας κανείς, το παράθηρο της εκκλησίας είδαμε να κλήνη. Να φύγουμε γρήγορα από δω λέη ο Λεονίδας τραβάει το σύρτη δεν ανήγει, τραβάει κι ο Σάββας τίποτα, η πόρτα ήταν κλειδομένη. Ξαφνικά μπροστά μας δήπλα στην πόρτα ο άγνωστος εμφανίσθη και με φωνή προστακτική μας λέη, φήγεται γρήγορα και μην ξαναφάτε κεράσια από τις κερασιές μου. Τότε η πόρτα άνειξε μόνιτης κι αυτός ευθής εξαφανίσθη. Τρέξαμε αμέσος στο σπίτι του παππά Γιάννη, του διηγιθήκαμε το περιστατικό κι αφού μας άκουσε προσεκτικά μας είπε, παιδιά μου αυτός μόνο Άγιος της Εκκλησίας θα μπορούσε νάνε.

Ιστερόγραφο: το χωριό ήταν μικρό, γνωρίζαμε όλλους τους κατίκους, αλλά και όλλους τους  κοντοχωριανούς, δεν είταν κανής από αυτούς.

 

Δημήτριος Τζούλης, Β οικονομίας-διοίκησης


Είσαι αέρας δροσερός

 

Μέσα στην πόλη περπατώ

και γύρο μου κιτάζω,

να βρω κάτι ξεχοριστό,

κάτι που να θαυμάζω

 

Μα βλέπω μόνο τ’ άχρωμα

τα σπίτια δίχος χάρη,

που των κατοίκων τα μυαλά

η τρέλα τα ‘χει πάρει.

 

Καθός βαδίζω σκέφτομαι,

την ώρα τη μεγάλη

που σαν σε είδα η πόλη αυτή

ωμόρφινε και πάλι

 

Είσαι αέρας δροσερός

που διόχνει ολη τη σκονη

και κάθε σου χαμόγελο

σαν ήλιος με τηφλώνει

 

Τα χίλι σου τα δροσερά

ένα μικρό ριάκη

βγάζουν μελοδική φωνή

σα γάργαρο νεράκι

 

Δίνεις μία θαυμάσια

λάμψη που ξεχωρίζει,

χάρη και χρώμα στη ζωή

που τώρα ξαναρχίζει.

 

Παναγιώτης Ελευθεράκης,  Α εφαρμοσμένων τεχνών


Κάρολος Μποντλέρ

Άλμπατρος

 

Συχνά οι ναυτικοί παίρνουν για διασκέδαση μαζί τους

τους άλμπατρους, τα ευγενοί πουλιά,

που σιγά-σιγά πάνω στη θάλασσα ακολουθούν το καράβι

όταν γλιστράει φεύγωντας πανω στα κύματα.

 

Ακουμπισμένοι στο κατάστρωμα, αυτοί οι πρίγκιποι

του ουρανού, σαν χαζοί είναι τώρα.

Θλιμένα κρεμούν τα άσπρα τους φτερά

σαν τα εγκαταλειμμένα διπλανά κουπιά.

 

Τούτος ο ταξιδιώτης με φτερά, τι βαρεμένος φαίνεται!

Τι όμορφος ήταν, τι αστείος φαίνεται τώρα, άσχημος.

Κάποιος μιμείται το στραβό του περπάτημα,

κάποιος άλλος του πειράζει το ράμφος του.

 

Έτσι και εσύ, ποιητέ, πρίγκιπα υψηλών σύννεφων,

που στις καταιγίδες νικητής χαμογελάς,

μόλις σε κατεβάζουν στη γι και στα χωματα

τα γιγάντια φτερά σ’ εμποδίζουν να περπατάς.

 

Εράντα Μουσκάι, Β αισθητικής

(Μετάφραση από το αλβανικό κείμενο του Ισμαήλ Κανταρέ)


Της ρίχνω μια μπουνιά

 

Μια μέρα που είχα πάει για κυνήγι χτύπησα μια αρκούδα αρσενική. Αλλά δεν σκοτώθηκε με την πρώτη βολή και άρχισε να με κυνηγάει. Έτρεξα αμέσως  προς τα πίσω. Εκεί που έτρεχα, είδα μπροστά μου ένα μεγάλο δέντρο. Ανέβηκα πάνω και αυτή με περίμενε να κατέβω χορεύοντας. Αφού πέρασε μισή ώρα και δεν έφευγε, αποφάσισα να κατέβω και να παλέψω. Μόλις κατέβηκα αυτή συνέχισε να χορεύει και εγώ πήρα ένα κλαδί και το χτυπούσα ρυθμικά. Αργότερα αγρίεψε και μου επιτέθηκε. Τότε της ρίχνω μια μπουνιά και την άφησα αναίσθητη.

 

Νίκος Λακαφώσης, Β πληροφορικής


Μια πάπια

 

Μου έχουν συμβεί δυο φοβερά γεγονότα που μου έχουν μείνει στο μυαλό μου και θα τα θυμάμαι.

Ήταν 25 Σεπτεμβρίου και είχα πάει για ψάρεμα με τον πατέρα μου και με έναν φίλο μου. Ξεκινήσαμε στις 7 το πρωί και ψαρέψαμε μέχρι τις 2 το μεσημέρι. Τις πρώτες 3 ώρες δεν είχαμε πιάσει τίποτα. Όμως απ’ τις 10 μέχρι τις 2 πιάσαμε 600 κιλά ψάρια. Ένα ψάρι που έπιασα ζύγιζε 200 κιλά. Το έπιασα με πετονιά και έκανα να το φέρω πάνω στη βάρκα 1 ώρα. Επειδή όμως ήταν πολύ βαρύ, πήγε να βουλιάξει η βάρκα και γι’ αυτό το πέταξα πάλι στη θάλασσα.  Είδα έναν γλάρο μετά που το πήρε στο στόμα του. Το κατάπιε με τη μία.

Το άλλο γεγονός που θυμάμαι είναι πάλι με ψάρεμα. Είχα πάει στο ποτάμι και έτσι όπως σηκώνω το καλάμι για να το ρίξω μέσα, κοιτάω πίσω και τι να δω: είχε πιαστεί στο αγκίστρι μια πάπια που πετούσε πίσω μου!

 

Παναγιώτης Ζαλαχώρης, Β πληροφορικής

Δεν υπάρχουν σχόλια: