Τεύχος 2ο, Άνοιξη 2001







Εξώφυλλο

πορτρέτα μαθητών του τμήματος 

καλλιτεχνικών εφαρμογών 

από το μάθημα φωτογραφίας 

(καθηγητής Χρήστος Ταβουξόγλου)




Χριστίνα Γκινάλα

Δ πληροφορικής

 

το χαμογελαστό της προσωπάκι

 

Πάει περίπου ένας μήνας απ’ το απόγευμα του Σαββάτου που η μητέρα μου, μου ζήτησε να την συνοδεύσω στα γενέθλια του μωρού που κρατάει τα πρωινά. Βαριόμουν υπερβολικά αλλά έπρεπε να το κάνω διότι λίγες μέρες πριν είχαμε τσακωθεί κι ήταν ευκαιρία να τα ξαναβρούμε. Ήξερα ότι οι άνθρωποι αυτοί είχαν λεφτά, κάποιος θα τους χαρακτήριζε πλούσιους. Το ζευγάρι αυτό έχει τρία παιδάκια, η μαμά μου κρατάει το μικρότερο το τρίχρονο. Φτάσαμε στο σπίτι, στο τεράστιο αυτό σπίτι, και αισθάνθηκα τον εαυτό μου πριν ακόμα μπω μέσα να τα χάνω. Στο γκαράζ ήταν παρκαρισμένα 3 πολυτελή αυτοκίνητα, μία μηχανή θαλάσσης και μία μοτοσυκλέτα. Δηλαδή αυτοί οι άνθρωποι έχουν ένα αυτοκίνητο για κάθε περίπτωση, σκέφτηκα.

Έφτασε όμως κι η ώρα να μπούμε μες το σπίτι, εκεί ήταν αποτελειωματικό χτύπημα. Στο πρώτο βήμα μου βούλιαξε το πόδι μου στη μοκέτα, στο δεύτερο ένιωσα ότι βούλιαζα γενικά. Τι σπίτι ήταν αυτό, τι έπιπλα, τι διακόσμηση! Για λίγο αισθάνθηκα σα το φτωχοσυμπέθερο στις παλιές ελληνικές ταινίες που μπαίνει στο πλούσιο σπίτι, δεν ξέρει τι να πει και κάνει σχεδιάκια με το στόμα αλλά ήχος δε βγαίνει. Το πιτσιρίκι έτρεξε και χώθηκε στην αγκαλιά της μαμάς μου παίρνοντας βιαστικά το δώρο από τα χέρια της. Χαιρέτησα και έψαχνα με τα μάτια ένα μέρος να κουρνιάξω. Τα μάτια μου έφεραν μια γύρα το τεράστιο σαλόνι, πέρασαν από κάτι τεράστιους καναπέδες, που θαρρώ όποιοι κάθονταν εκεί το απολάμβαναν κανονικά, και σταμάτησαν σε μια καρεκλίτσα στη γωνία του δωματίου. Με βηματάκια γοργά κάθισα μη μου την πάρει κανείς απ’ τους επόμενους που ερχόντουσαν πίσω μας.

 Το μωρό έτρεξε κι άρπαξε το δώρο κι απ’ αυτούς κι απ’ τους επόμενους. Τόσα δώρα Θεέ μου! Μου ερχόταν στο επόμενο κουδούνι να βουτήξω πρώτη την πόρτα. Αηδία έχεις καταντήσει, σκέφτηκα. Δε γινόταν αλλιώς όμως, απ’ τη γωνία μου μπορούσα να παρακολουθώ τα πάντα, και τα παρακολουθούσα! Σχεδόν όλοι οι άντρες μιλούσαν για χρηματιστήριο, επενδύσεις και λεφτά. Βαρετοί άνθρωποι, σκέφτηκα. Οι γυναίκες, οι γυναίκες ήταν όλες ντυμένες κυρίες, χτενισμένες απαραιτήτως σε κομμωτήριο και βαμμένες άψογα, αλλά βαρετές, αγέλαστες, βαριές. Ένιωθα τόσο ξένη εκεί μέσα! Αλλά ζήλευα τόσο!

Σηκώθηκα να πάω στην τουαλέτα να ξεφύγω απ’ όλο αυτό το κυριλίκι. Τι το’ θελα! Πηγαίνοντας εκεί, δίπλα ήταν ανοιχτά τα δωμάτια των παιδιών στολισμένα με σημαιούλες και μπαλονάκια και γεμάτα πιτσιρίκια να χορεύουν. Έριξα και στα δωμάτια μια ματίτσα. Πολύχρωμοι τοίχοι, παιχνίδια και, και… ένας υπολογιστής σαν αυτόν που έφτυσα αίμα ν’ αγοράσω. Πόσο θα κουράστηκε ο μικρός να τον αποκτήσει στα 13 του χρόνια;! Φτάνοντας τελικά στο μπάνιο και ανοίγοντας την πόρτα, το πρόσωπό μου πήρε την έκφραση που είχε έξω από το σπίτι. Μ’ ανοιχτό το στόμα κοίταξα πρώτα την τεράστια μπανιέρα η οποία ήταν και υδρομασάζ. Καθρέφτες και καλλυντικά, καλλυντικά σ’ όλο το δωμάτιο. Για άλλη μια φορά αισθάνθηκα γυφτάκι, ήθελα να μπορούσα να βάλω μερικά μες τη μπλούζα μου και να’ φευγα τρέχοντας, σιγά που θα καταλαβαίνανε τι λείπει. Αρκέστηκα στο να απολαύσω τους πεντακάθαρους καθρέφτες κάνοντας μερικές γκριμάτσες ειρωνείας για ό,τι υπήρχε εκεί μέσα.

Το πρόσωπό μου πάγωσε στο χτύπημα της πόρτας, ένιωσα ότι με παρακολουθούσαν. «Άντε ρε Χριστινιώ, τι κάνεις, τελείωνε να φύγουμε». Η μάνα, η μάνα, φεύγαμε επιτέλους. Βγήκα και είδα το χαμογελαστό της προσωπάκι να με κοιτάει με απορία, ότι τι έκανα τόσες  ώρες εκεί μέσα. Την κοίταξα, κοίταξα και τις αγέλαστες ντίβες βγαίνοντας, και σκέφτηκα ότι δεν την άλλαζα με όλα τα πλούτη του κόσμου.


Τσάση Μαρία

Β καλλιτεχνικών εφαρμογών

 

ένας μάλλον Πακιστανός

 

Ναι, είναι αλήθεια, κάθε φορά που νοιώθω τον φόβο να σφίγγει το στομάχι μου με πιάνει μια χιουμοριστική διάθεση (συνήθως black). Κάπως έτσι αντέδρασα όταν ύστερα από ένα σωρό βδελυρές εξετάσεις έκατσα απέναντι στο γιατρό και μου ανακοίνωσε: νοσείτε και θα πρέπει να ξεκινήσουμε άμεσα μια μακρόχρονη κι ίσως επίπονη θεραπεία (τι τακτ, Θεέ μου). Μα τι λέτε γιατρέ μου, εγώ είμαι μια χαρά, δε νοιώθω άρρωστη, μήπως να το δούμε αργότερα, ξέρετε έχω δουλειές, υποχρεώσεις. Αυτός συνεχίζει ακάθεκτος με τα επιστημονικά του… Βεβαίως έχουμε πολλές πιθανότητες για ίαση γιατί είστε νέα, έξυπνη, ψηλή, όμορφη (εντάξει, έβαλα κάτι παραπάνω). Χημειοθεραπεία; Παρενέργειες; Ε! ναι, ίσως πυρετό, πόνους, να χάσετε βάρος (α, επιτέλους κάτι θετικό). Θέλετε να ρωτήσετε κάτι; Όχι, απλά δεν είμαι άρρωστη.

Οπλίστηκα με δύναμη, θάρρος και χιούμορ, οι φίλοι μου λένε ότι είναι τα χαρακτηριστικά μου (λένε κι άλλα όχι τόσο κολακευτικά), και μια μέρα μετά τα γενέθλιά μου, κάτι σαν δώρο στον εαυτό μου δηλαδή, ξεκίνησα τη μεγάλη μάχη με μια αρρώστια που εγώ δεν πίστευα ότι έχω.

Μετά από λίγο καιρό…

Ναι, βέβαια, πάω και στη δουλειά τώρα (αναγκαστικά και σερνάμενη). Το σχολείο; Όχι ακόμα, είναι νωρίς (δε θέλω ούτε να το ακούω). Έχω χάσει αρκετό βάρος (και αρκετά μαλλιά, αλλά κάνω πως δεν το βλέπω). Ψυχολογία; Ε… καλούτσικα (τα νεύρα μου είναι στα όριά τους). Γιατί κλαίω με το παραμικρό; Δεν ξέρω (απλά αναρωτιέμαι τι μου συμβαίνει ρε γαμώτο).

Six months later…

Κάθομαι απέναντι στο γιατρό, έτοιμη να τα πω όλα, δεν αντέχω άλλο να σέρνομαι, δε μ’ ενδιαφέρει αν θα γίνω καλά, θα σταματήσω, αλλά μπουκάρει ένας μάλλον Πακιστανός, «γκιατρό εγκώ πονάει πολύ κάνει κάτι γκιατί ντεν μπορεί να ντουλέψει», μετά από τα σχετικά ο γιατρός μου εξηγεί ότι κάνει την ίδια θεραπεία με μένα και είναι πολύ δύσκολο γιατί δουλεύει στην οικοδομή. Αναρωτήθηκα δυνατά: πώς τα καταφέρνει; Οι γιατροί (και κυρίως οι γιατροί του ΙΚΑ) δε σ’ αφήνουν ν’ αρθρώσεις λέξη. Λοιπόν οι εξετάσεις είναι πολύ καλές, ο οργανισμός σας αντέδρασε πολύ καλά στην θεραπεία. Ο δικός μου οργανισμός; Κι εγώ πού ήμουνα;

Περπατώ αρκετή ώρα τώρα (περιέργως δεν έχω κουραστεί) και σκέφτομαι. Δε σκέφτομαι. Nοιώθω. Νοιώθω διαφορετικά. Δε με νοιάζει, δε θέλω ν’ απαντήσω στα μίζερα ερωτήματα που με βασανίζουν τόσο καιρό: γιατί μου συνέβη αυτό; γιατί τώρα που όλα πηγαίνουν καλά; γιατί έπρεπε να περάσω δύσκολα; Εξάλλου ποιος μπορεί να δώσει απάντηση σε τέτοιες ερωτήσεις;

That’s life μια συνεχής πρόκληση, μια συνεχής μάχη με μικρές ανακωχές. Χωρίς να το συνειδητοποιώ κέρδισα μια μικρή μάχη, ο οργανισμός μου αντέδρασε. Τώρα καταλαβαίνω ότι ο εχθρός μου δεν είναι αυτή η αρρώστια που δεν κατάλαβα ποτέ, αλλά ο ίδιος μου ο εαυτός.

Γιατί ο φόβος, η παραίτηση, η μιζέρια και άλλα ποταπά είμαι εγώ. Αλλά μέσα μου ανακαλύπτω κι έναν μικρό ήρωα γεμάτο δύναμη, έναν μικρό νικητή. Σίγουρα η ζωή είναι ωραία, κι ευτυχώς δεν τα έχει με άλλον. 


Οικονόμου Μαρία

Δ οδοντοτεχνιτών

 

διαδικασία αντιστροφής

 

«Υπάρχω λες, κι ύστερα δεν υπάρχεις».
K.Γ.Καρυωτάκης

 

…Καθώς ανοίγω την πόρτα του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου, για να βγω έξω, σιγοτραγουδάω την Πρέβεζα. «Υπάρχω λες, κι ύστερα δεν υπάρχεις…». Ο στίχος είχε κολλήσει στο μυαλό μου καθ’ όλη τη διάρκεια των προηγούμενων συναλλαγών μου. Βγαίνω έξω. Ο ήλιος έχει ανέβει αρκετά ψηλά, και μας χαρίζει απλόχερα τη ζέστη του. Η άνοιξη έχει αρχίσει να κάνει αισθητή πλέον την παρουσία της. Η κίνηση είναι αρκετά αυξημένη, όμως νιώθω να με κυριεύει μια αίσθηση χαλαρότητας. Στέκομαι για λίγο και παρατηρώ τον κόσμο που περνά από δίπλα μου. Θέλω να φύγω, όμως νιώθω πως τα πόδια μου έχουν καρφωθεί στο πεζοδρόμιο. Δυσκολεύομαι πολύ να κινηθώ, και νιώθω και το βλέμμα μου να καρφώνεται σ’ ένα σημείο, ευθεία μπροστά μου, και τότε συνειδητοποιώ τους στίχους που τριγυρνούσαν πριν από λίγο στο μυαλό μου. Είναι πολύ εύκολο να μην υπάρχεις. Αυτή τη στιγμή αισθάνομαι πως δεν υπάρχω. Το σώμα μου δεν βρίσκεται μέσα στη βαβούρα της μεσημεριανής κίνησης. Νιώθω αόρατη. Δε δυσκολεύομαι να το πιστέψω πως έτσι είμαι, αφού κανείς δεν φαίνεται να έχει προσέξει το απλανές βλέμμα μου, που είναι καρφωμένο στο κενό, ούτε εμένα την ίδια που στέκομαι ακίνητη σ’ ένα τόσο πολυσύχναστο δρόμο. Χιλιάδες σκέψεις περνούν από το μυαλό μου. Τόσες πολλές που δυσκολεύομαι να τις ακολουθήσω. Με κουράζουν. Σκέφτομαι το θάνατο και αναρωτιέμαι πως έφτασα εκεί. Εφαρμόζω τη διαδικασία αντιστροφής των σκέψεων και το βρίσκω πολύ διασκεδαστικό. Γρήγορα ανακαλύπτω την αρχή. Οι στίχοι της Πρέβεζας. «Υπάρχω λες, κι ύστερα δεν υπάρχεις». Όπως και εγώ τώρα. Όταν βγήκα έξω, υπήρχα. Και τώρα, λίγο αργότερα, νιώθω πως δεν υπάρχω. Μ’ αρέσει αυτό το παιχνίδι. Τι γίνεται όμως, όταν κάτι τέτοιο συμβαίνει πραγματικά; Όταν ζεις και ξαφνικά κάτι κόβει αυτό το νήμα, κάτι χωρίς αιτία. Ένα ατύχημα, για παράδειγμα. Και έρχεται ο θάνατος. Και τότε δεν υπάρχεις. Δεν νιώθεις, δεν πονάς. Δεν προλαβαίνεις. Πονούν αυτοί που μένουν πίσω. Εσύ έχεις φύγει. Μέσα σε μια στιγμή, έχεις πάψει να νιώθεις, να καταλαβαίνεις, να υπάρχεις. Νιώθω μια ανατριχίλα σ’ όλο μου το σώμα. Φαίνεται πως η εμπειρία του ατυχήματος έχει ριζώσει για τα καλά μέσα μου. Η φρίκη του θανάτου με κυριεύει. Προσπαθώ να ξεφύγω, όμως μ’ έχει καθηλώσει. Δεν μπορώ να διώξω τα συναισθήματα και τις εικόνες από το μυαλό μου. Νιώθω να καταρρέω. Ξαφνικά ένας περαστικός κατά λάθος με σπρώχνει ελαφρά στην προσπάθειά του να περάσει από μπροστά μου. Παίρνω μια βαθιά ανάσα, ταραγμένη, καθώς νιώθω να ξυπνάω από έναν εφιάλτη.

-Ευχαριστώ, καταφέρνω να πω λαχανιασμένη από τον τρόμο στον περαστικό.

Εκείνος κοντοστέκεται, γυρίζει, με κοιτάει στα μάτια μ’ ένα ύφος γεμάτο απορία, μου γυρίζει την πλάτη και φεύγει…


Διονύσιος Δημόπουλος

Δ πληροφορικής

 

διότι δεν

 

Δυστυχώς τα πράγματα με τα νυχτερινά σχολεία πάνε από το κακό στο χειρότερο διότι όλοι κοιτάνε την ευκολία τους (πολιτικοί) και την πληρώνουν οι μαθητές. Έτσι όπως γίνανε τα πράγματα, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να ανταποκριθεί ο μαθητής στις απαιτήσεις του νυχτερινού σχολειου. Δεν υπάρχουν περιθώρια πλέον ελαστικότητας με αποτέλεσμα το καινούργιο νομοσχέδιο περί αυτού να λέει με απλά λόγια: α) ή γίνεσαι χίλια δυο κομμάτια και ρετάλι από το καθημερινό πολύωρο ωράριο απασχόλησης πρωί-μεσημέρι-βράδυ β) ή αγαπητά παιδιά πηγαίνετε στην ευχή του Θεού και της Παναγίας διότι ΔΕΝ. Το αποτέλεσμα δυστυχώς είναι ότι ο-η μαθητής-τρια δεν μπορεί να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις του-της και δεν μπορεί να αρπάξει την ευκαιρία για να διορθώσει τα νεανικά του-της λάθη στο ημερήσιο σχολείο. Το μόνο που μπορεί να φτιάξει εν μέρει την κατάσταση είναι η ελαστικότητα των καθηγητών-τριών.

 

Υ.Γ. Have a very-special summer teacher…

          I  WILL  !!!!!!

                                          (υπογραφή)


Αλέξανδρος Ποταμούσης

Β ηλεκτρολόγων

 

δωμάτιο με άλμπουμ

 

Την προηγούμενη εβδομάδα ενό περπάταγα με έναν φίλο μου σε ένα πάρκο μας πλησίασαν δυο παιδια 18-20 χρωνών και με την απηλη ενός μαχαιριού προσπάθησαν να μας ληστέψουν. Την στηγμή αυτή ενώ απομακρυνθήκαμε απότομα ο ενας από τον αλλον ο ενας από αφτούς επηασε εμενα και ο άλος μαχαιρωσε στο πόδι τον φίλο μου. Τότε φωβήθηκαν μηπως τους δουν περαστηκοί ανθρώποι και τράπηκαν σε φυγή με το μηχανάκι οπου είχανε ερθει. Τότε επειασα των φίλο μου και των πήγα στο ΙΚΑ για της πρώτες ανάγκες. Υστερα πήγαμε με τους γονείς του στο αστυνομικό τμήμα του Περιστερίου για να κάνουμε μηνυση για επίθεση και τραυματισμό. Μετά μας πήρανε και μας πήγανε σε ένα δωμάτιο με αλμπουμ για να δουμε φωτογραφιες μήπως τους αναγνωρίσουμε. Δυστηχώς αυτό δεν εγεινε και φύγαμε μετα από μια ταλεπωρια 3 ωρών. Ο φίλως μου τώρα περπατάει με δυσκολεια εχωντας σημαδια στα πόδια του και στο μυαλό του την τρομακτηκή αυτή νύχτα της περασμενης Δευτέρας.


Καρράς Γιώργος

Β κατασκευών

 

Apache

 

Ξεκινήσαμε με τα παιδιά λοιπόν να ετοιμαζόμαστε για να πάμε απέναντι από την Σαμπατική στον όρμο Αγ. Γιώργης. Ετοιμάσαμε το φουσκοτό του Βασίλη και μαζέψαμε όλων τον εξοπλισμό μας για το ψαροντούφεκο, τον οποίο τον τοποθετήσαμε σε όλο το πάτωμα του φουσκοτού. Στο τέλος ίσα που υπήρχε χώρος για να βάλουμε τα πόδια μας κάτω και εμείς καθόμασταν στις (σαμπρέλες) του.

Κάποια στιγμή φτάσαμε στο σημείο που μας είχε πει ο μπαρμπα-Αρτέμης και όλοι είδαμε την θάλασσα να γίνεται ασιμί. Μείναμε άφωνοι, ενώ παράλληλα κοιταχτήκαμε στα μάτια με τον Νικόλα και είπαμε σχεδόν ταυτόχρονα «ρε εσύ τα είδατε τα μαγιάτικα (ψάρια) που περνάνε από κάτω!!» Χωρίς να χάσουμε δευτερόλεπτο φορέσαμε τις στολές μας και τον υπόλοιπο εξοπλισμό μας και βουτίξαμε και οι τρεις στην ξέρα. Οπλίσαμε τα όπλα μας και ξεκινήσαμε να ψάχνουμε για κάτι καλό. Τα μαγιάτικα, πουθενά. Ούτε κοκοβιό δεν βλέπαμε, οσπου μια στιγμή βλέπουμε ένα μαγιάτικο να ξεπροβάλη από το μακρινό γαλάζιο της θάλασσας. Κάνω νόημα στους φίλους μου να μείνουν ακίνητοι γιατί θα επιχειρούσα κάποια βολή. Σημαδεύω και αστοχώ. Η γκίνια μου να χτυπήσω μεγάλο ψάρι συνεχίζεται. Δεν απελπίζομαι όμως και συνεχίζω να προσπαθώ για κάποιο άλλο ψάρι. Ο Νίκος κάνει μια βουτιά και παίρνει έναν σαργό λίγο μεγαλύτερο από κιλό. Αμέσως μετά με μια βουτιά ο Βασίλης βγάζει έναν ροφό γύρο στα 2,5 κιλά. Κάναμε αρκετή ώρα να δούμε ψάρι οπου ξαφνικά βλέπω το κεφάλι ενός ροφού να φένεται στο βάθος ενός μονόπετρου στα 18 μέτρα βάθος. Χαλασμός μέσα στην τρύπα ο ροφός έχει καρφωθεί από την βέργα του Apache και δεν φεύγει με τίποτα. Αφήνω το ψάρι χτυπημένο και το ψαροντούφεκο για να ανέβω να πάρω αέρα. Ενημερώνω τον Νίκο που βρισκόταν πιο κοντά μου για να δευτερόσει το ψάρι μην το χάσουμε. Στην επόμενη βουτιά μου τραβάω τον ροφό ο οποίος βγήκε σχετικά εύκολα από την τρύπα του. Φοβερή διαπίστωσή μου ήταν που αντίκρισα έναν ροφό χτυπημένο με δύο βέργες βάρους 4 κιλών. Μετά από αυτά συνεχίσαμε να ψαρέβουμε χωρίς να πάρουμε τίποτα άλλο πιο αξιόλογο.


Κοκούρη Γκέντη

Β ηλεκτρολόγων

 

ούτε με ταξί

 

Το κουδούνη χτυπάει το χέρι απλόνεται μηχανικά και το κλείνη. Το κρεβάτι σαν μαγνήτης δεν σ’ αφήνει. Κοιμάσαι για δέκα λεπτά ακόμα. Η σκέψη ότι μπορει να αργησες περνάει από το μυαλό και ενώ κοιμασαι ακομα το σωμα συκόνεται. Μόλης εσθανθείς το νερό στο πρόσωπο τοτε αρχειζης και συνιτοδοποιής ότι βρησκεσαι στην τουαλέτα και αρχίζει η καθημερινή ρουτίνα. Την κούραση της προηγούμενης ημέρας τη νιώθεις σε ολο το σώμα. Τη να κάνεις όμως που δεν γινεται αλλιος βλεπεις η μανα δεν πηρε καποιον με λεφτα προτημουσε την αγάπη. Τελος πάντων με το να τα σκεφτεσαι δεν κανεις τιποτα γ’ αυτό συνεχίζεις τη ζωή οσ εχει. Η ωρα 7.10. Βρησκεσαι στο λεωφορειο αν εχει ερθη και αυτό στην ωρα του και κοιτας αν καποιο ωραιο πλασματακη σου ρηχνει καμια ματια (αλλα που τετοια τυχη). Οχτο παρα δεκα με το χαμογελο στα χειλη βγαίνει η λέξη καλημέρα χωρης κάποιες φορές να τη νιώθεις, αλλα για να δείξης στους συναδελφους και αφεντικά ότι εισαι καλο παιδή (όχι πως δεν ειμαι). Η δουλειά καλή σε θεμα συνθηκόν. Με σχέση της προηγούμενες πολή καλή αλλα στο οικονομικο παλευεται. 16.20 περίπου εισαι παλη στη σταση και περιμένης ηπομονετικά το λεωφορειο. Αν εισαι τυχερός 17.30 εισαι σπιτη και ευτηχός που είναι και η μανούλα και σε περιμενη με ζεστο το πιατο, αλλιός δεν προλαβενες το σχολείο ουτε με ταξί.

(to be continued)


Νάσος Ξυδιάς

Β ηλεκτρονικών

 

Το λεωφορείο

 

Το λεωφορείο ειπαρχη για να εξηπηρετη τον κοσμο. Κανει συγκεκρημενες διαδρομες και σηγκεκριμενες στασεις, αναλογα με την περιοχη.

Το λεωφορειο της πιο πολες φορες κατανταει βαρετο, γιατι πρεπει να περιμενης στην σταση να περαση, πολες φορες αργη κιολας. Ακομα χιροτερα είναι όταν βιαζεσε και αργι να περάση.

Μετα αφου μπεις μεσα πρεπει να χτυπησεις το εισιτηριο το οπιο γινετε με δισκολια. Όταν εχει πολύ κόσμο, παει από χερι σε χερι μεχρι να φταση στο μηχανημα.

Το χηροτερο είναι να είναι γεματο και να είναι καλοκερι,


Σταθάτος Συμεών

Β πληροφορικής

 

κομμάτια από μπετόν

 

Το όνομά μου είναι Μάκης. Είμαι εικοσιτριών ετών και εργάζομαι στην εταιρεία «FOURLIS TRADE». Ίσως να σας είναι γνωστή από το μεγάλο σεισμό στις 07-09-99 ο οποίος προκάλεσε ζημιές σε πολλά κτήρια σχεδόν σε όλη την Αθήνα και έγινε η αιτία να χαθούν πολλές ζωές.

Δυστυχώς εκείνη την ημέρα έτυχε να βρίσκομαι στη δουλειά και μάλιστα στο εσώτατο σημείο του κτηρίου. Εκεί ήταν το πόστο μου: «καθαρισμός συσκευών».

Ήταν τρεις η ώρα και μετά από μια κουραστική και δύσκολη ημέρα είχαμε κάτσει στο μικρό γραφειάκι μας. Έτσι να πιούμε μια πορτοκαλάδα, να κάνουμε ένα τσιγάρο. Τέλος πάντων να πάρουμε μια ανάσα. Ο προϊστάμενός μου, ο κύριος Μανόλης, ο οποίος ήταν ένας αξιολάτρευτος και ευχάριστος άνθρωπος, άρχισε να μας λέει μερικά από τα πετυχημένα του ανέκδοτα.

Είχαμε ξεκαρδιστεί στα γέλια όταν ξαφνικά όλο το κτήριο άρχισε να τρέμει και να χτυπιέται πάνω κάτω σαν να ήταν παιχνίδι. Από παντού έπεφταν σκόνες και κομμάτια από μπετόν. Φυσικά κανείς δεν περίμενε ότι το κτήριο θα έπεφτε. Εγώ με τον κύριο Μανόλη, λόγω του ότι τα πάντα είχαν πέσει στο έδαφος και δεν υπήρχε δρόμος διαφυγής, τρέξαμε πανικόβλητοι προς την πόρτα των αποδυτηρίων. Ήταν το μόνο μέρος στο οποίο είχαμε πρόσβαση. Είχαμε κάτσει κάτω από την κάσα της πόρτας και περιμέναμε να σταματήσει ο σεισμός. Κράταγα τον Μανόλη ακριβώς μπροστά μου και συγκεκριμένα από τα μπράτσα. Ο σεισμός δεν έλεγε να σταματήσει. Ο Μανόλης έχασε την ψυχραιμία του και άρχισε να φωνάζει:

-Βοήθεια… Θα πεθάνουμε όλοι…

Ξαφνικά ο απέναντι τοίχος άνοιξε σαν χαρτί που το σκίζεις στη μέση. Όταν το είδα αυτό κατάλαβα ότι ήμασταν νεκροί. Ο Μανόλης βλέποντας αυτό επιχείρησε να φύγει. Εκείνη τη στιγμή το κτήριο κατέρρευσε και μια σωλήνα νερού τον σταμάτησε πέφτοντας επάνω στη δεξιά του ωμοπλάτη. Αυτό μόνο πρόλαβα να δω γιατί το κτήριο είχε πέσει και το μόνο που ένοιωθα ήταν πόνος στο δεξί μου πόδι και μια δυσκολία στην αναπνοή. Τα πάντα είχαν σκοτεινιάσει και ήταν ήρεμα.

Όταν συνειδητοποίησα τι είχε γίνει, άναψα τον αναπτήρα μου για να δω τι ήταν αυτό που με πονούσε. Το θέαμα δεν ήταν και τόσο ευχάριστο. Ο πόνος που ένοιωθα στο πόδι μου ήταν ο Μανόλης, του οποίου η σπονδυλική στήλη είχε καρφωθεί στον αστράγαλό μου. Όταν αντίκρισα αυτά τα πράγματα, τον Μανόλη κομμένο στη μέση και παντού αίματα άρχισα να φωνάζω σαν τρελός. Μέχρι τις 5 η ώρα ήμουν μόνος μου, δε με είχε ακούσει κανείς, είχα κουραστεί να φωνάζω.

Ξαφνικά είδα μια σκιά από μια τρύπα που υπήρχε στον τοίχο. Τότε άρχισα να φωνάζω δυνατά.

Δόξα τω Θεώ με άκουσαν.

Για να μην πολυλογώ κατά τις 10.30 το βράδυ κατάφεραν να με βγάλουν έξω και ευτυχώς ζωντανό. Ο Μανόλης δυστυχώς είχε πεθάνει και αυτό το ήξερα από την πρώτη στιγμή.

Κάτι που με έκανε να ανατριχιάσω από συγκίνηση ήταν το χειροκρότημα του κόσμου όταν κατάφερα να βγω έξω. Τα υπόλοιπα νομίζω πως θα τα φανταζόταν ο κάθε ένας. Νοσοκομείο και μετά σπίτι. Ευτυχώς το πόδι μου δεν έπαθε κάτι το σοβαρό και τώρα είμαι μια χαρά. Δεν ισχύει το ίδιο από θέμα ψυχολογίας αλλά ελπίζω να το ξεπεράσω.


Μαρία Οικονόμου
Δ οδοντοτεχνιτών

ομπρέλα βροχής

 

Μοναστηράκι, μεσημέρι Τρίτης. Ήλιος που καίει. Κίνηση, κόσμος, φασαρία. Μουσική μέσα στο αμάξι. Απέναντί μου μια κυρία μετρίου αναστήματος με ξανθές μπούκλες, κρατάει μια ομπρέλα βροχής. Φοράει φούστα που φτάνει κάτω από το γόνατο, χοντρό καλσόν στο χρώμα του δέρματος, σκούρα μποτάκια, καφέ μάλλινη μπλούζα και ζακέτα ανοιχτόχρωμη. Στα πόδια της βρίσκονται απλωμένα πράγματα. Ένα μικρό τάβλι, ένα φαναράκι και άλλα άχρηστα μικροπράγματα. Τόσο μικρά που δύσκολα διακρίνονται. Προχωράει νευρικά ανάμεσά τους. Μουρμουράει. Κάτι για λεφτά. Τέσσερα εκατομμύρια, χωριό, ψωροκατοστάρικα… λέξεις που ακούγονται και επαναλαμβάνονται. Πίσω της είναι κάποια άτομα με γυρισμένη την πλάτη. Έχουν και ένα σκυλάκι μαζί τους. Κανείς δεν της δίνει σημασία. Προχωράει, παραμιλάει, ρίχνει κάτι με το πόδι της, το σηκώνει, συνεχίζει. Ίσως ψάχνει για παρέα. Κάποιον να του τα πει, να την ακούσει.

Για μια στιγμή κάνει να πλησιάσει το αυτοκίνητο. Η καρδιά μου έτοιμη να σπάσει. Ευτυχώς όμως ήταν η ιδέα μου. Κι αν ήταν τρελή; Με έπιασε άγχος. Τι να ήθελε;

Κάποιον να την ακούσει. Τόσα χρόνια. Το ίδιο παζάρι, η ίδια ομπρέλα, οι ίδιοι άνθρωποι, το ίδιο μουρμουρητό, τα ίδια ρούχα. Τόσα χρόνια η ίδια σκηνή, η ίδια ζωή…

Μετά μπήκε ένα άλλο αυτοκίνητο ανάμεσά μας.

Η επαφή διακόπηκε.

Δεν υπάρχουν σχόλια: