Τευχος 4ο, Ανοιξη 2003



Τεύχος αφιερωμένο
στον πεζογράφο
Η.Χ. Παπαδημητρακόπουλο,
ο οποίος ήρθε
διασχίζοντας κάθετα
τον ποταμό Κηφισό
(από Λένορμαν)



Το εξώφυλλο επιμελήθηκε
ο μαθητής
Κυριάκος Καρούνης - Γκάρος.




Άγγελος Φέτσης Α υγείας/πρόνοιας

από μικρή τα είχε όλα

Η Ευτυχία ήταν ένα κορίτσι που ζούσε σε μία μικρή πόλη. Από πολύ μικρή τα είχε όλα. Όλοι την αγαπούσαν και της έκαναν όλα τα χατίρια. Όλοι ήθελαν να είναι μαζί της και δεν την άφηναν λεπτό μονάχη. Οι άνθρωποι υπέφεραν όταν δεν ήταν κοντά της και κάθε πρωί όλοι περνούσαν μπροστά από το σπίτι της και στη γιορτή και στα γενέθλιά της γιόρταζε όλη η πόλη. Όμως η Ευτυχία δεν αγαπούσε κανέναν, κανένας δεν της άρεσε και ήθελε να είναι συνέχεια μόνη της. Ποτέ της δεν κατάλαβε γιατί όλοι ήθελαν να είναι κοντά της. Έτσι λοιπόν αποφάσισε να φύγει.

Τη βοήθησε ο επιστάτης του πατέρα της, ο γέρος, και ένα βράδυ έφυγαν. Ο γέρος ήταν ο μόνος που ήταν αδιάφορος μπροστά στην Ευτυχία. Το βράδυ όμως συνέβη κάτι περίεργο. Καθώς διάβαιναν ένα λιβάδι είδαν παντού γύρω τους αναμμένους δαυλούς. Όλοι είχαν καταλάβει πως η Ευτυχία έφυγε. Ο γέρος πρόλαβε και τράβηξε την Ευτυχία από το χέρι σε μια μικρή σπηλιά, πίσω από τα δέντρα.

Μετά από λίγη ώρα ακούστηκαν φωνές, αγριεμένοι άνθρωποι να χτυπιούνται μεταξύ τους με ξύλα και ό,τι άλλο κουβαλούσαν. Ο γέρος κατάλαβε πως όλοι νόμιζαν ότι οι άλλοι βρήκαν την κοπέλα. Μάλωναν και πάλευαν για πολλή ώρα, ως το χάραμα που έφυγαν.

Όλα είχαν ηρεμήσει. Ο γέρος και η κοπέλα βγήκαν από τη σπηλιά. Η Ευτυχία ήθελε να φύγει και ο γέρος, με ένα αντίο, της γύρισε την πλάτη και συνέχισε το δρόμο του.


Σπύρος Θεοδώρου

έστριψε δεξιά

Κατέβηκε βιαστικά τη σκάλα. Τα γρανάζια του εγκεφάλου του γύριζαν με τρελούς ρυθμούς. Είχε πάλι αργήσει. Προχώρησε μέχρι το γκαράζ. Σκεφτόταν πάλη τον κίνδυνο, φοβόταν τις παγίδες της ασφάλτου, αυτή ήταν εκεί, το μεταλλικό κορμί της γυάλιζε ανάμεσα στις άλλες, την πλησίασε και νόμιζε ότι έχει ζωή, νόμισε ότι κυνήθηκε και γύρισε το φανάρι της προς το μέρος του. Ανέβηκε πάνω της. Γύρισε το κληδί στον διακόπτη. Πάτισε το buton της μίζας, αυτή γουργούρισε ναζιάρικα κάτω από τα πόδια του και τότε συνέβη παλι, το μυαλό του αδειασε από όλα, ο κίνδυνος είχε χαθεί σαν πιθανότητα. Ένειοθε την κυνησήτης, όπως ηταν σηγουρος ότι αυτή νιοθει την δική του. Εβαλε ταχυτητα, αφησε αργά τον συμπλέκτη και οι ροδες κυλησαν αργα τραβοντας τον ιδιο δρόμο όπως κάθε πρωι, μυαλό και μηχανή ένα.

Εριξε μια ματιά γυροτου. Η τσημεντούπολη ξηπνούσε στην φαντασία του, μεταμορφονοταν σε ένα αδηφάγο τέρας, που στις φλέβες του κυλούσε μεταλο και σαρκα, σάρκα ανθρώπινη, ηδεες, λαχτάρες, ερωτας. Σάρκα που έτρεφε αυτό το τέρας, πνευμα που εδινε ζωή στην τσιμεντούπολη που πήγαινε χαμένο στον αγώνα για την επιβίωση.

Είχε φτάσει στην εθνηκη. Κηταξε πισω του τον πορτοκαλι ουρανο της Αθήνας. Το μισούσε αυτό το χρώμα, δεν είχε σχέση με τα χρώματα της ανατολής, αυτό ήταν ένα σηνεφο που το δημιουργούσαν οι χιλιάδες εργατοωρες, ο πονος η πικρα, η αγωνια του ανθρώπου.

Εριξε μια ματιά στο ρολόι του, μειδίασε, ειχε πάλι αργηση, έδωσε μια σιωπηλή υπόσχεση στον εαυτό του, μια μέρα θα το πετάξει. Θα απαλαγη από το αγχος του χρόνου. Ξεκίνησε παλι. Ανάμεσα στα πόδια του αυτή συνεχίζει αμιλιτη χωρις καμια αντιριση.

Στην στροφη για το αεροδρόμιο κοντοστάθηκε. Ποσες φορες δεν ειχε πει ότι θα σηνεχιζε ευθεια, θα ακολουθουσε τον δρομο που απλονοταν δελεαστικός μπροστά του, γεμάτος υποσχέσεις, τοποία άγνωστα, παραλειες μαγευτικές, εμπειρειες που θελει να ζησει αλλα η ρουτίνα δεν τον αφήνει…

-«Παλιοζωή», ψηθηρισε, και έστριψε δεξιά.


Γκαντζιού Μαρία Ε εφαρμοσμένων τεχνών

το τέλος

Στα άσπρα σε ντύσαν μικρή μου,

οι δήθεν αγαπημένοι σου.

Σε σέρνουν από το ένα μέρος στο άλλο.

Πέθανες. Δε ζεις πια.

Δε βλέπεις, αλλά μπορείς να αισθανθείς

τους ανθρώπους γύρω σου.

Τη μυρωδιά από το ξύλο,

το υγρό χώμα που σε έχει σκεπάσει,

τα κόκκινα και μπλε τριαντάφυλλα,

που είναι «ιερά» τοποθετημένα

γύρω από το κεφάλι σου.

Τα κλάματα και οι σπαραγμοί

τρελαίνουν τα αυτιά σου.

Δεν μπορείς να φωνάξεις,

ούτε να σηκωθείς.

Μόνο η ψυχή σου είναι ζωντανή.

Λίγα λεπτά απομένουν

πριν πεθάνεις για πάντα.

Θα χαθείς πολύ μακριά

από αυτόν τον κόσμο…

θα ξεχαστείς πιο γρήγορα

απ’ ό,τι νομίζεις.

Εσύ θα «στέκεσαι» εκεί μόνη σου,

με την άψυχη συντροφιά

από χιλιάδες κόκκαλα νεκρών.

Θα ξεχωρίζεις,

γιατί είσαι ντυμένη στα άσπρα

μικρή μου αγαπημένη…


Τασιούδη Καλλιρρόη Β λογιστών

ψάρια και φίδια

Ανοίγοντας τα ντουλάπια της κουζίνας πετάχτηκαν από μέσα ψάρια και φίδια. Τρόμαξα, έβαλα τις φωνές. Ξύπνησα από τις φωνές μου. Μικρό το όνειρο αλλά σημαδιακό. Μετά από τρεις μέρες πέθανε το μικρό μου. Μόλις οχτώ χρονών. Είχε και αυτό "όνειρα" για τη ζωή.

Μετά από ένα χρόνο είδα το ίδιο το παιδί να το κρατώ αγκαλιά και να μου δίνει ένα σταυρό να τον καταπιώ. Μου είπε ότι μου χρειάζεται για αυτά που θα περάσω. Και αυτό σημαδιακό. Μέσα σε μία εβδομάδα αρρωσταίνει το άλλο παιδί. Λευχαιμία, είπαν οι γιατροί, κάτι γνώριμο για μένα από το άλλο παιδί.

Θα ήθελα πολύ να έβλεπα ένα όνειρο που να με κάνει έστω και αυτά τα τρία ή πέντε λεπτά που κρατά να νοιώσω χαρούμενη και όχι να μου σημαδεύουν τη ζωή.

Άραγε υπάρχουν και καλά όνειρα;


Απόστολος Γεωργιόπουλος Β κατασκευών

το μάτι του παθόντα

Καθώς γυρνούσε απ’ τη δουλειά στριφογύριζε ένα κέρμα, το τελευταίο, στην τσέπη του. Οι δρόμοι γύρω του, τα πάντα φανταχτερά και πλούσια, αμάξια, σπίτια, μα έρημα. Καθώς κατέβηκε απ’ το λεωφορείο πάει πίσω απ’ το λεωφορείο να περάσει απέναντι και ξαφνικά βρίσκεται στο αέρα σκορπισμένος, αλλού χέρια πόδια κ.τ.λ.π. Αμέσως γέμισε ο δρόμος κόσμο και άρχισαν να ψάχνουν. Πιο πέρα κάποιος βρήκε το χέρι σφιχτοκλεισμένο.

Το μάτι του παθόντα μόλις που πρόλαβε να δει το τελευταίο του ευρώ να του το κλέβουν.


Μάνος Μιχαηλίδης Β οικονομίας και διοίκησης

κλεψύδρα μπλε

κόκκοι άμμου που κυλούν

ζάρες σε πρόσωπα

και πλαδαρές σάρκες

τα φύλλα πέφτουν κίτρινα

κάθε φθινόπωρο

γυρνάμε ένα χρόνο πίσω

στέκομαι και βλέπω τον εαυτό μου

έξω από το σώμα μου

για ένα δευτερόλεπτο

είναι αρκετό για μένα

οι κόκκοι της άμμου

φεύγουν από τη φυλακή της κλεψύδρας

και επιστρέφουν σε ακροθαλασσιές

και με πρόσωπο ολοστρόγγυλο

και φωτεινό

και με κορμί υγιές

βλέπω τα φύλλα που σάπιζαν

κίτρινα και πράσινα ξανά

πάνω στα δέντρα

κάθε τέτοια στιγμή πάω ένα χρόνο

μπροστά – συνεχώς

ως τη στιγμή του μπιγκ μπαγκ.


Ρωμανιά Αθηνά Β κατασκευών

το παπούτσι της Αμαλίας

Ο Πάρις έχει από μικρό παιδί μια εμμονή με τα φίδια. Κάθε καλοκαίρι που πήγαινε διακοπές στο χωριό, η αγαπημένη του ασχολία ήταν να χάνεται ξυπόλυτος στα χωράφια και να ψάχνει για φίδια.

Είχε φάει πολλές φορές ξύλο απ’ τον μπαμπά και απ’ τη μαμά, γιατί συνεχώς τους έκοβε τα πόδια κάθε φορά που χάνονταν για ώρες. Τότε όλο το συγγενολόι και οι γείτονες μαζί έτρεχαν να τον βρουν και να τον μαζέψουν.

Ο παππούς και η γιαγιά είχαν άλλη τακτική: του έλεγαν τρομαχτικές ιστορίες με δράκους, ξωτικά και νεράιδες που ζούσαν μες στα χωράφια και γύρω απ’ τα δέντρα και έκλεβαν τα μικρά παιδιά και κυρίως τα ξυπόλυτα, που έφευγαν ξαφνικά απ’ το σπίτι δίχως να το πουν σε κάποιον.

Ο μικρός όμως αντί να συνετιστεί ή έστω να φοβηθεί, με την πρώτη ευκαιρία το έσκαγε κι έτρεχε όλο και πιο βαθιά στα χωράφια. Τις λίγες φορές που έτυχε να βρει κάποιο μικρό φιδάκι δεν προλάβαινε να το πιάσει, γιατί αυτό απ’ το φόβο του εξαφανιζόταν μεμιάς.

Τα χρόνια πέρασαν. Ο Πάρις έπαψε να χάνεται στα χωράφια κι αργότερα έπαψε να πηγαίνει και στο χωριό. Όμως ο θαυμασμός του για τα φίδια δε σταμάτησε ποτέ. Έβλεπε όλα τα ντοκιμαντέρ που είχαν αυτό το θέμα, αγόραζε βιβλία και εγκυκλοπαίδειες, ήξερε πια να τα ξεχωρίζει και τώρα ήταν έτοιμος με όλες αυτές τις γνώσεις που είχε αποκτήσει να πάρει ένα στο σπίτι του. Πίστευε πως θα μπορούσε να το φροντίσει και να γίνουν καλοί φίλοι γιατί είχε διαβάσει πως και τα φίδια έχουν συναίσθημα και μπορούν να νιώθουν.

Το ίδιο βράδυ, με μεγάλη χαρά και ενθουσιασμό, ανακοίνωσε την απόφασή του στην κοπέλα του, την Αμαλία, η οποία έγινε έξω φρενών δηλώνοντάς του κατηγορηματικά ποως από δω και στο εξής θα τη συναντούσε μόνο σπίτι της ή έξω. Εκείνη εκεί μέσα δε θα ξαναπάταγε! Τι να έκανε; Το δέχτηκε. Αυτό ήταν το όνειρό του. Δε θα έκανε τώρα πίσω. Ας μην ξαναπάταγε!

Αγόρασε λοιπόν ένα βόα σε βρεφική ηλικία. Τον έβαλε στο σαλόνι του και τον φρόντιζε κάθε μέρα. Τον τάιζε, τον χάιδευε, μιλούσε μαζί του με τις ώρες. Και πραγματικά έγινα πολύ καλοί φίλοι. Το φίδι μεγάλωνε και η σχέση τους ήταν πολύ τρυφερή.

Ένα μεσημέρι του τηλεφώνησαν στη δουλειά. Ο παππούς δεν ήτανε καλά. Ήταν πολύ άρρωστος, μάλλον στα τελευταία του. Έπρεπε να φύγει αμέσως για το χωριό. Το βραδάκι που έφτασε πήρε την Αμαλία τηλέφωνο. Της είπε τι είχε συμβεί και την παρακάλεσε να πάει σπίτι του και να ταΐσει το φίδι, γιατί αυτός στη σύγχυσή του δεν πρόλαβε. Εκείνη φυσικά αρνήθηκε.

Την επόμενη μέρα ο παππούς πέθανε. Η γιαγιά απαρηγόρητη χρειαζόταν το αγαπημένο της εγγόνι. Ξαναπροσπάθησε να πείσει την Αμαλία. Τελικά την τρίτη ημέρα, την ημέρα της κηδείας του παππού, την έπεισε και του έκανε τη χάρη, τονίζοντάς του πως θα είναι η πρώτη και τελευταία φορά κι αυτό μόνο γιατί είναι η κατάσταση τέτοια. Ο Πάρις την ευχαρίστησε και πιο ξαλαφρωμένος άρχισε να ετοιμάζεται για την κηδεία.

Ξεκίνησε μεσημέρι για την επιστροφή. Αρκετά ταλαιπωρημένος έφτασε σπίτι του. Είχε τέσσερις μέρες να δει το φίλο του. Του είχε λείψει. Άνοιξε την πόρτα, μπήκε, την έκλεισε. Τα φώτα αναμμένα. Το κατοικίδιο κοιμάται μπροστά στον καναπέ, με το σώμα του τεράστιο, ξεχειλωμένο και μπροστά απ’ το στόμα του το ένα παπούτσι της Αμαλίας.


Κουτσιουμάρης Βασίλης Β υγείας/πρόνοιας

χωρίς μια αγκαλιά

Θάνατος, μια ένοια μεγάλη, σύντομη ή και αργή. Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις του θανάτου. Στο γρήγορο θάνατο δεν το καταλαβαίνεις, είναι μια κι έξω, ενώ στον αργό, αυτός που λέμε συνοδό θα έρθει ανοιπόμονα να πάρη την ψηχή σου, τοις σκέψεις σου, τα όνοιρά σου. Μέσα σε αυτά κρύβονται τα συναισθήματα, κάτι που μόνο αυτός έχει τη δύναμη να σου τα πάρει. Ξέρεις πως μια μέρα (έχοντας κάποια ασθένεια) θα αρχίσεις αυτό το ταξίδι. Εκεί αρχινάς να αλάζεις, αλάζεις τρόπο ζωής, τρόπο σκέψης, δε θέλεις να το πεις το κρατάς μέσα σου δεν το δείχνεις αρχίζεις λιπόν να γελάς να σε βλέπουν χαρούμενο σαν άτομο, γιατί φοβάσαι πως αν τοιχόν το πεις θα μείνεις μοναχός χωρίς φίλους χωρίς συντροφιά χωρίς μια αγκαλιά. Μέσα σου πονάς μα δεν το λες, γιατί ξέρεις. Γελάς αλλά πονάς. Αγκαλιάζεις, μιλάς, αισθάνεσαι και τα κάνεις όλα αληθινά, ταιριαστά με τον κόσμο σου. Μα αυτός ξέρεις πως θα’ ρθει, πως θα περιμένη αυτή τη στιγμή και εσύ θα είσε εκεί μαζί του. Γιαυτό λοιπόν λες καλυνήχτα, λες αντίο και ξεκινάς.


Ανωνύμου

νεκροί ποιητές

Το κέφι εξελισόταν σαν υφαίστιο

λίγο πριν την έκρηξη

Γυναικία κορμιά λικνίζονταν στο

ρυθμό του τουμπερλέκι.

Λίγο ποιο πέρα ζευγάρια εξιστο-

ρούσαν τον έρωτά τους μεσο

στίχων απ’ τα τραγούδια

Λίγο-πολύ όλοι ημαστε ποιητές

ποιητές που περιμένουμε

το κατάλυλο έδαφος για να

το καλιεργήσουμε

Σαβάτο βράδυ σε στέκια και

ξενυχτάδικα οι DJ ετοιμάζουν

το έδαφος για να έρθουν

οι ποιητές

Ο φόβος του άγνοστου

μας παγόνει την ψυχή, έτσι

έρχεται ο DJ να βγάλη τους

κρυφούς μας πόθους στην

επιφάνεια.

Δυστηχός μόνο το σαβατόβραδο

δυστηχός μόνο τότε αναστένονται

οι ποιητές, θα’ λεγε κανείς σαν

βαμπιρ, σαν φίδι που ξυπνάει από

το λίθαργο του παγερού χειμόνα,

Σαβατόβραδο,

υποκατάσταστο της ποίησης…


Τζούλης Δημήτρης Γ οικονομίας διοίκησης

κάποια ξένη παρουσία

Ήταν Σεπτέμβριος του 1977, η κόρι μου ειταν μόλης δύο μηνών. Κειμόταν στην κούνια που είχα τοποθετήσει στη δεξιά πλευρά του κρεβατιού μας δίπλα στη γεινέκα μου. Ένα μικρό φως έμενε αναμένο όλη τη νύχτα στην κρεβατοκαμαράμας. Ξαφνικά ξιπνισα από τον βαθύ ήρεμο ύπνο μου νιόθωντας κάπια ξένη παρουσία στη κρεβατοκάμαρα. Ανείγωντας τα μάτια βλέπο ένα πανίψυλο γεροδεμένο άνδρα να σκήβη πάνο από τη κούνια του μωρού. Αμέσως κείταξα πρότα το μωρό, βλέπο ότι κειμόταν γειρισμένο στο πλάη ήρεμα με το προσωπότου προς το μέροσμας, το δεξί χέρι του κρέμονταν κάτο έξω από τη κούνια. Η γυναίκαμου κειμόταν ανάσκελα το δεξίτης χέρι ακούμπαγε το χέρι του μορούμας. Ο ησβολέας μόλης αντελήφθη ότι άνειξα τα μάτια μου, με μεγάλη ταχύτιτα έτρεξε και κρίφτηκε στο μπάνιο που βρισκόταν δυπλα στην κρεβατοκαμαράμας. Εγω βλέποντας ότι το μωρό και η γεινέκαμου είταν καλά, πετάχτηκα πάνο σαν ελατίριο και όρμησα πάνο στον άγνωστο ισβολέα δήνοντας μάχη δηνατή. Πάνο στη πάλη ξίπνησα επιθεωρόντας αμέσως το χώρο της κρεβατοκάμαρας, βλέπο το μωρό και τη γεινέκαμου να κειμουνται ήρεμα ακρηβός στη στάση που τις είδα όταν αντελήφθην τον ισβολέα. Ηταν τόσο ακριβής η εικόνα που αντείκριζα που πίστεψα ότι δεν είταν όνειρο αλλά πραγματικότητα. Τόσο αλληθηνά είταν όλα οστε συκοθηκα προσεκτηκα και έψαξα όλο το σπίτι ευτιχώς χωρίς να βρο κανένα ανεπιθήμιτο ισβολέα.


Τζίμας Ιωάννης Δ εφαρμοσμένων τεχνών

κίβδηλη

Χρόνια τώρα οσο και αν φαίνεται περίεργο οι ανθρώπινες σχέσεις βρίσκονται δραματικά υποβαθμισμένες, όσο κι αν μερικοί προοδευτικοί τύπου «κυριλέ» επισημαίνουν το αντίθετο με ψευτοφιλοσοφίες, παραδείγματα που αντιπροσωπεύουν την μειοψηφία του πληθυσμού κ.α. Έτσι και γω σαν ανθρώπινο κατασκεύασμα με νου και φαντασία άρχισα να δοκιμάζω διαφορετικές μεθόδους για να προσεγγίζω (κυρίως) το αντίθετο φύλο. Ένας πραγματικά μοντέρνος τρόπος ήταν μέσω internet. Εγώ δεν είχα ιδέα, απλά διάλεξα ένα caffenet και σε λίγα λεπτά παρέα με το αγαπημένο μου ποτό (vodka-martini) καθοδηγούμενος απ την κοπελιά του καφέ δημιουργήσαμε την κάθε αυτού δική μου ηλεκτρονική διεύθυνση www.b@nze.gr ή κάπως έτσι. Καλά ε… έπαθα πλάκα! Δημιούργησα το δικό μου λιμάνι, το δικό μου ορμητήριο για τον μαγικό κόσμο του internet. Αισιόδοξος όπως πάντα και καλοπροαίρετος αλλά και υπερβολικά βιαστικός άρχισα να ονειρεύομαι, να σχεδιάζω τα δικά μου όνειρα, τις δικές μου γνωριμίες, τον δικό μου κόσμο. Σαν πρωτάρης στον μαγικό κόσμο του έρωτα, έτσι ένιωσα. Άρχισα με πάθος (σαν εξερευνητής σε νέο κόσμο) με ένταση και επιμονή από ατσαλιού κράμα με ελαστικότητα μπαμπού, έτσι αισθάνθηκα στην αποστολή των πρώτων μηνυμάτων. Και ως δια μαγείας: δέχτηκα το πρώτο εισερχόμενο sms. Τι ηδονή που με πλημμύρισε!!! Σαν τη λαμπρή αστροφεγγιά, που τυλίγει τις καλοκαιρινές νύχτες τα σώματα των παράνομων εραστών. Το nickname της ήταν ΚΙΒΔΗΛΗ. Καταγόταν απ’ την Αθήνα. Τι τύχη! Απ όλο τον κόσμο γνώρισα μια Αθηναία με αναλογίες μοντέλου και πόδια λάγνα που σε καθήλωναν στους αστραγάλους της. Τι τυχερός που ήμουν! Οι μέρες που επικοινωνούσαμε περάσαν γρήγορα. Το πάθος μας είχε συνεπάρει και τους 2 και ήμασταν έτοιμοι να παραδοθούμε (λεκτικά πάντα) στο κοντινότερο και πιο in μέρος για να ζήσουμε τον αχαλίνωτο ΕΡΩΤΑ μας. Δυστυχώς για μένα, γιατί η ΚΙΒΔΗΛΗ ήταν όνομα και πράμα που δεν αφίχθη ποτέ…


Μπεκιάρης Σταμάτης Β υγείας/πρόνοιας

παράξενος ο Κώστας

Ένα από τα χειρότερα πράγματα με τους υπολογιστές είναι ο τρόπος που σε κοιτάζει ο προϊστάμενος της υπηρεσίας όσο περιμένεις για να εκτελέσουν μια χρονοβόρα διαδικασία. Σε κοιτά με αυτό το είσαιτεμπέλης ύφος και σε κάνει να υποπτεύεσαι ότι ίσως το σύστημα υπολειτουργεί για να γλιτώνει η υπηρεσία τα πριμ παραγωγικότητας. Εκείνη την ώρα η έντονη σκέψη να κάνεις καθαριότητα στο γραφείο σε κυριεύει αλλά ευτυχώς μόνο για λίγα δευτερόλεπτα. Μετά θυμάσαι ότι κάποτε σκοτωνόσουν στο διάβασμα για να μπορείς να δηλώνεις σήμερα επιστήμονας, ξεχνάς το πριμ, και γέρνεις ελαφρά προς τα πίσω στην καρέκλα σου κοιτώντας αόριστα κάπου στο χάος λίγο πιο πάνω από τον ορίζοντα, δηλαδή στην απέναντι γωνία στο ταβάνι, αν μιλάμε για εσωτερικούς χώρους όπως αυτοί των γραφείων.

Ένα ολόκληρο εικοσάλεπτο κοίταζε ο προϊστάμενος τον Κώστα που εργαζόταν απόλυτα συγκεντρωμένος στο τερματικό του.

«Απίστευτο», σκεφτόταν, «Κοίτα να δεις αφοσίωση», όμως κάτι δεν του πήγαινε καλά στην εικόνα ενός ανθρώπου που εδώ και είκοσι λεπτά κοιτά ακίνητος την οθόνη του. Αυτό ήταν!… ακίνητος! Τόση ώρα ο Κώστας δεν είχε πληκτρολογήσει τίποτα ούτε είχε μετακινήσει το ποντίκι του, άρα… Κοιτώντας τον λίγο καλύτερα κατάλαβε ότι δεν ήταν αυτό που του είχε φανεί τόσο παράξενο, εξάλλου γιατί να πληκτρολογήσει; Και η ανάγνωση εργασία είναι. Όντως κρίνοντας από την εμφάνισή του θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο Κώστας είχε πέσει σε βαθιά μελέτη… αν εξαιρούσε βέβαια το βλέμμα του. Ένα βλέμμα παράξενο, ένα βλέμμα ύποπτο και μυστήριο, ένα βλέμμα που αντί να κινείται οριζοντίως από αριστερά προς τα δεξιά πάνω στις γραμμές της οθόνης, κινούνταν προς κάθε πιθανή κατεύθυνση διαγράφοντας τρελές πορείες πάνω στην οθόνη λες και προσπαθούσε να αυτοϋπνωτιστεί .

-«Μα τι κάνει γαμώτο;» σκέφτηκε ο προϊστάμενος γέρνοντας πίσω το σώμα του στην καρέκλα.

Η κίνηση του αυτή να γείρει πίσω προκάλεσε ένα ελαφρύ τρίξιμο στο γραφείο που με τη σειρά του τράβηξε το βλέμμα του Κώστα ο οποίος αφού έριξε ένα βλέμμα γυρνώντας μόνο τα μάτια του προς την κατεύθυνση από την οποία ερχόταν ο ήχος, συνέχισε να χαζεύει τη μύγα που έκανε βόλτες στην οθόνη του.


Γιώργος Κιουπρουλής Γ κατασκευών

ένα τρομερό γεγονός

Κατά την θητεία μου στο στρατό μου συνέβη το εξής τρομερό γεγονός: Εκεί που είχαμε πάει σε ένα φυλάκιο στην Κομοτινή για να φυλάμε σκοπιά επί 15 μέρες εγώ με άλλα 6 άτομα υπήρχε ένας λύκος και κατέβαινε κάθε βράδυ προς το φυλάκιο από το βουνό. Το καταλαβαίναμε αυτό γιατί κάποια πουλιά που ήταν το βράδυ εκεί σταματάγανε να κελαηδούν κατά την παραμονή του λύκου κοντά τους. Αφού λοιπόν έρχεται η σειρά μου να αλάξω τον σκοπό που ήταν πριν από εμένα πάω κανονηκά και χτηπάω το νούμερο που είχα (σκοπιά). Μετά από 1 ώρα περήπου αρχηνάει και πέφτει ησυχία. Κάτι αρχήζω να ψηλιάζομαι αλλά δεν ήμουνα βέβαιος για τον λύκο και κάπνηζα το τσιγάρο μου προσπαθώντας να σταματήσω να φοβάμαι για τον λύκο. Υπήρχε απέναντι περήπου στα 100 με 150 μέτρα από την σκοπιά ένα μικρό σπιτάκι στο φυλάκιο όμως ερχότανε και έφοδος από αξιωματικό συνέχεια και αν παράταγα την σκοπιά ίσως να έπεφτα την ώρα που θα μου έκανε έφοδο ο αξιωματηκός υπηρεσίας. Ακούω ένα δυνατό νιαούρησμα από μία γάτα και μετά τίποτα πάλλι και κατάλαβα ότι η γάτα έγηνε μεζεδάκι. Παίρνω την απόφαση να φύγω από την σκοπιά και να πάω γρήγορα γρήγορα στο σπιτάκι και άκουγα πολλύ κοντά μου κάτι σαν να πατάνε έντονα κάποια ξερά χόρτα, εντομεταξύ μύρηζε και κάπως άσχημα όπως τα μεγάλα ζώα και φτάνοντας στο σπιτάκι αφού διένησα τα 100 μέτρα περήπου κοίταξα λίγο γύρω γύρω για να δω που μπορεί να είναι ο λύκος κι αν ερχότανε προς το σπιτάκι. Έκλεισα την πόρτα την εξωτερική και άλλη μία εσωτερική που είχε και πήρα τηλέφωνο τα υπόλοιπα παιδιά που θα βγαίνανε για σκοπιά αργότερα να μην πατήσουνε το πόδι τους έξω από το σπίτι γιατί θα γηνόντουσαν μεζεδάκια. Μετά από ώρα κοιμήθηκα και το πρωί που ξύπνησα και βγήκα έξω είδα να αργοπεθαίνει ένα σκυλάκι που υπήρχε εκεί και ήταν γεμάτο δαγκωματιές. Τεληκά αν δεν παράταγα τη σκοπιά θα ήμουνα και εγώ μεζές του λύκου.

Όπως είναι λογηκό είναι ένα γεγονός που δεν ξεχνιέται γιατί δεν έχει περιπέτειες με λύκους συνέχεια στη ζωή του κάποιος άνθρωπος.


Κατερίνα Κουντούρη Β λογιστών

τρέχοντας ξοπίσω τους

Ο δεύτερος ο γυιος μου ο Δημήτρης, που είναι 15 χρονών, είχε από μικρός μεγάλο πάθος με τα αυτοκίνητα. Στο σπίτι μας υπάρχει συλλογή από αγωνιστικά, λιμουζίνες, σπορ, αντίκες, μινιατούρες και άλλα.

Πέρυσι λοιπόν, ήθελε πολύ να πάμε να δούμε το Ράλλυ Ακρόπολις (την εκκίνηση) στο Ζάππειο. Για κείνον και για μένα ήταν μια πρωτόγνωρη εμπειρία.

Φτάσαμε εκεί, και το θέαμα ήταν καταπληκτικό. Τα αγωνιστικά αυτοκίνητα –ήταν όλα μαζεμένα στο κέντρο του Ζαππείου- είχαν έντονα χρώματα και αριθμούς, μου θύμισαν όπως ήταν όλα μαζί συγκεντρωμένα, την παλέττα ενός ζωγράφου με τις ποικιλόχρωμες μπογιές του.

Κόσμος πολύς πηγαινοερχόταν βγάζοντας φωτογραφίες, όπως και οι δημοσιογράφοι, άνθρωποι της ΕΛΠΑ, Σεκιούριτι, και κυρίως οι οδηγοί που ήταν το επίκεντρο του ενδιαφέροντος με τις πολύχρωμες στολές τους. Άλλοι πουλούσαν αναμνηστικά, άλλοι μπαλόνια, άλλοι τις πραμάτειες τους, ατμόσφαιρα εορταστική, ένα πανηγύρι.

Ο Δημήτρης είχε έναν γνωστό από την ΕΛΠΑ και μπήκε μέσα στον χώρο των αυτοκινήτων, όπου θαύμασε τα «φτιαγμένα» αυτοκίνητα από πιο κοντά. Μετά από λίγη ώρα δόθηκε η εκκίνηση. Μαζεύτηκε ο κόσμος δεξιά και αριστερά στον δρόμο, και τα αυτοκίνητα, το ένα μετά το άλλο ξεκίνησαν «βολίδα». Φεύγανε «μουγκρίζοντας» από το πολύ γκάζι.

Τρέχοντας και εμείς ξοπίσω τους, απολαμβάναμε το θέαμα, χειροκροτώντας τους οδηγούς, ενθαρρύνοντάς τους, για την νίκη. Όταν πια στο τέλος της Πανεπιστημίου τους χάσαμε από τα μάτια μας, πήραμε τον δρόμο για το σπίτι. Έχοντας όμως αποκτήσει άλλη μια εμπειρία, για το ωραίο αυτό αγώνισμα του αυτοκινήτου, και ελπίζω και στο μέλλον, να μπορέσουμε με τον Δημήτρη να παρακολουθήσουμε και τις «ειδικές διαδρομές» του Ράλλυ Ακρόπολις.


Μιχάλης Ζουμπουλάκης Β λογιστών

ληστεία σε τράπεζα

Η μέρα φαινόταν απ’ το πρωί ότι θα ήταν ηλιόλουστη. Αν και αρχές Μαρτίου ο καιρός έδειχνε ότι θα είχαμε ζεστό καλοκαίρι φέτος.

Έβγαλα το πρόγραμμα της ημέρας μου πίνοντας μια κούπα αχνιστό καφέ και ευτυχώς δεν είχα φορτομένο πρόγραμμα σήμερα. Ο διευθυντής μου έλειπε εκτός Αθηνών και έτσι είχα την άνεση να πάω πιο αργά στο γραφείο.

Βγήκα από το σπίτι μου με πολύ καλή διάθεση και η μέρα βλέπεις ήταν λαμπερή. Η τράπεζα για τις συναλλαγές μου ήταν δύο στενά παρακάτω. Αποφάσισα να μην πάρω αυτοκίνητο και να περπατήσω. Μπήκα μέσα και ευτυχώς η ουρά ήταν λίγη. Σιγοτραγουδούσα από μέσα μου. Ξαφνικά πάγωσα. Ο κουκουλοφόρος που ήταν πίσω μου μου κίνησε την περιέργεια αμέσως. Το σιδερικό στο χέρι του γιάλιζε και σκέφτηκα αμέσως, έχει γούστο να γίνω μάρτυρας σε ληστεία. Αυτό μας έλειπε τώρα. Τι το μελέτησα ο ηλίθιος, δεν πρόλαβα να τελειώσω τη σκέψη μου, η φωνή του με έφερε στα ίσα μου.

-Όλοι ψηλά τα χέρια! Ληστεία!

Τώρα τι κάνουμε μεγάλε; Σκέφτηκα. Ήταν ακριβώς πίσω μου. Να του δώσω μια αγκωνιά; Να του κάνω κεφαλοκλίδωμα; Το μυαλό μου δούλευε τρελά και χαζά.

Ξαφνικά τα αυτιά μου σφύριξαν και βούιξαν ταυτόχρονα. Λες από τον πανικό και το φόβο άραγε;

Μπα, ήταν η σειρήνα του περιπολικού που έφτασε. Φαίνεται ο ταμίας της τράπεζας πρόλαβε και πάτησε το κόκκινο κουμπί και ειδοποίησε την αστυνομία.

Έτσι η μέρα του ληστή έληξε άδοξα, όχι όμως και η δική μου. Βλέπεις είχα να διηγηθώ όλα αυτά στους συναδέλφους μου και έτσι σήμερα ήμουν το επίκεντρο στο γραφείο.


Μάνος Μιχαηλίδης Β οικονομίας και διοίκησης

ανέπνεα

Πιασμένος από τη χειρολαβή του λεωφορείου στο δρόμο για τη δουλειά ανέπνεα βαθιά τα πρώτα καυσαέρια ντυμένος με κοστούμι γκρι (η γραβάτα στο λαιμό έπνιγε επιθυμίες και όνειρα).

Τζάμι μισάνοιχτο, άνθρωποι που βρωμάγαν σκέψεις και ιδρώτα από τον χθεσινοβραδινό έρωτα - βλέμμα γυρίζει / πέφτει στο πεζοδρόμιο απέναντι / σωρός σκουπίδια σε παλιό τοίχο ραγισμένο / λουλουδάκια άσπρα και κίτρινα σπάνε το τσιμέντο / γυναίκα μεγάλης ηλικίας με νυχτικό / περπατά με βλέμμα ανήσυχο / περπατά με το βλέμμα / βρώμικη καθώς είναι ταιριάζει δίπλα στα σκουπίδια -

το στόμα της ήταν στραβό

σημάδια εγκεφαλικού

παρατημένη

φαινόταν σαν τον αριθμό 1 μέσα στο άπειρο, μα στην πραγματικότητα ήταν μηδέν.

Κινούνταν γρήγορα στην αντίθετη κατεύθυνση από το λεωφορείο σαν να ζητούσε κάτι

/ χάδι

/ μαμά

/ σ' αγαπώ.

Προσπάθησα να εξηγήσω το τσίμπημα στο στήθος μου, αλλά φοβήθηκα.


Παλαιολόγου Δημήτριος Β υγείας/πρόνοιας

κάθισμα υπερυψωμένο

Στο τρόλεϊ σ’ ένα διπλό κάθισμα υπερυψωμένο. Το κουστούμι γκρι παλιομοδίτικο, γυαλιστερό με αχνές ρίγες και σχεδόν κολητό. Η καρδιά χτυπάει αργά και σταθερά όλο και πιο δυνατά, όλο και πιο έντονα. Ακριβώς μπροστά, το γυναικείο ένστικτο κάτι προσπαθεί να πιάσει. Αγωνία, ιδρώτας, το μυαλό κάνει τη δουλειά των ματιών, και ξαφνικά μια κίνηση ασυναίσθητη, χωρίς σκέψη, μόνο από την τρέλα της στιγμής


Γκιώνης Γιώργος Β πληροφορικής

ρίγος και κρύος ιδρώτας

Η αίθουσα ήταν ασφικτικά γεμάτη. Οι άνθρωποι φώναζαν, οχλαγωγία. Πολλοί ήταν περίεργοι, άλλοι είχαν βλέμα όλο κακία. Απέναντι αυτοί που θα αποφασίσουν. Με τις επιβλητικές άσπρες περούκες και πρόσωπα γερασμένα. Ανέκφραστοι σαν να μην επιρεάζονταν από τίποτα. Καθισμένος στην μέση ανύμπωρος να κάνω κατι περιμένω.

Ρίγος και κρύος ιδρώτας τρέχει στο πρόσωπό μου, αγωνία.


Για το 4ο τεύχος έγραψαν:

Αθανασιάδης Ηλίας, Γ' πληροφορικής Φενερμπαχτσέ

Αποστολοπούλου Γεωργία, Γ' διοίκησης παιχνίδια

Βασιλοπούλου Ευφροσύνη, Γ' διοίκησης περιστατικό

Γελαδάκης Μάριος, Γ' κατασκευών Ο Μάρκος

Γεωργιόπουλος Απόστολος, Β' κατασκευών ένα αντικείμενο ξύλινο, απρόσμενη επίσκεψη

Γκατζιού Μαρία, Ε' εφ. Τεχνών αδιέξοδος δρόμος, ταξίδια, πόλεμος επιβίωσης

Γκινάλας Αλέξανδρος, Β' πληροφορικής ερχόμουν να σε βρω

Γκιώνης Γιώργος, Β' πληροφορικής η αίθουσα

Δαλέτσης Μάριος, Α' πληροφορικής καλή ψυχολογία

Δαρσακλή Χαρά, Δ' αισθητικών μοναξιά

Δερνίκα Νικολέττα, Α' εφαρμ. Τεχνών ποιήματα

Δημόπουλος Βασίλης, Γ' διοίκησης γίνεται χαμός

Ελευθεράκης Παναγιώτης, Β' εφαρμ. Τεχνών είμαι ένα δέντρο

Θέρμος Ευστάθιος, Γ' πληροφορικής στο ταξί

Καπίρης Γιώργος, Β' πληροφορικής περπατούσα ανέμελος

Καρακόλη Ελένη, Β' διοίκησης θυμάμαι το βλέμμα της

Κάστρος Λάμπρος, Α' κατασκευών ένα τενεκεδένιο κουτί

Κουτσιουμάρης Βασίλης, Β' υγ. πρόνοιας θάνατος

Μαρίνη Αφροδίτη, Β' λογιστών για προσωπικούς λόγους

Μαρίνης Αλέξανδρος, Β' πληροφορικής κάποια στιγμή

Μαρκάκης Μιχαήλ, Β' πληροφορικής όνειρο

Μεσσηνίου Μαρία, Α' πληροφορικής τα κενά που έλειπαν

Μιχαηλίδης Μάνος, Β' διοίκησης με τέτοια βροχή, τσίμπημα στο στήθος,

για τον Η.Χ.Παπαδ/λο

Μπεκιάρης Σταμάτης, Β' υγ. πρόνοιας η λίμνη

Παλαιολόγου Δημήτρης, Β' υγ. πρόνοιας στο τρόλεϊ

Παπαδημητρίου Χρυσούλα, Δ' διακοσμητών με τέτοια βροχή

Πρίντεζη Αντωνία, Α' πληροφορικής ξαφνικά αντιλήφθηκα

Ράλλης Γεώργιος, Δ' ηλεκτρονικών η πλημμύρα μιας κλινικής

Σούσουλα Έφη, Β' υγ. πρόνοιας η επόμενη κίνηση

Στασινού Γεωργία, Β' λογιστών Ιωάννινα

Συλαϊδής Στυλιανός, Ε' εφαρμ. Τεχνών νόμιζα, ποιήματα, το όνειρο

Τασιούδη Καλλιρρόη, Β' λογιστών ψάρια και φίδια

Τζίμας Ιωάννης, Δ' εφ. Τεχνών κίβδηλη

Τζούλης Δημήτρης, Γ' διοίκησης το όνειρο, ο εφιάλτης

Τζούντζας Παναγιώτης, Α' πληροφορικής η παλιά μουσική

Τσαμαδός Πλάτωνας, Β' πληροφορικής στούντιο ηχογραφήσεων

Τσιμιακάκης Γιώργος, Β' μέσα στο βεληνεκές

Τσίρμπας Μαρίνος, Β' κατασκευών η αγάπη

Τσιφουδίκα Δόνικα, Α' πληροφορικής ένα μικρόβιο

Φέτσης Άγγελος, Β' υγ. πρόνοιας Berlin, νύχτες, αντί ονείρου

Φράγκος Παναγιώτης, Δ' λογιστών Η Ερμού, Κρητικοπούλα, η δουλειά μου

Χριστόπουλος Μαρίνος, Β' κατασκευών μάστιγα

Χταποδέλης Βασίλης, Α' πληροφορικής χαμένος στη μουσική

Δεν υπάρχουν σχόλια: